
ΑΓΙΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ
† 177 μ.Χ.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάιος, εκδ. Ίνδικτος.
Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 μ.Χ) ζούσε στην Τραϊανούπολη μία νέα χριστιανή, θυγατέρα ενός υψηλόβαθμου Ρωμαίου αξιωματικού, αφιερωμένη στη στερέωση των ντόπιων χριστιανών στην πίστη.
ΑΓΙΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ
Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 μ.Χ) ζούσε στην Τραϊανούπολη μία νέα χριστιανή, θυγατέρα ενός υψηλόβαθμου Ρωμαίου αξιωματικού, αφιερωμένη στη στερέωση των ντόπιων χριστιανών στην πίστη.
Ανήμερα, μιας ειδωλολατρικής εορτής, σφράγισε το μέτωπό της με το σημείο του Σταυρού και προχώρησε προς τον διοικητή Σαβίνο που παρευρισκόταν στον ναό, ομολογώντας αβίαστα ότι ήταν δούλη του Χριστού. Ο Σαβίνος τη διέταξε να θυσιάσει στους θεούς, εκείνη κατευθύνθηκε προς τα είδωλα και με την επίκληση του ονόματος του Σωτήρος κατακρήμνισε το άγαλμα του Διός και εν συνεχεία το συνέτριψε. Οι ειδωλολάτρες όρμησαν καταπάνω της με λύσσα και επιχείρησαν να τη λιθοβολήσουν, αλλά οι πέτρες δεν μπορούσαν να την πλήξουν. Την κρέμασαν τότε από τα μαλλιά και της ξέσχισαν τη σάρκα με σιδερένια νύχια, κατόπιν δε την έριξαν στη φυλακή και την άφησαν δίχως τροφή και νερό επί πολλές ημέρες. Άγγελος Κυρίου όμως της έφερνε τροφή και ενδυνάμωνε μέσα της την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Έτσι, όταν ο διοικητής την κάλεσε πάλι να παρουσιασθεί, με κατάπληξη την είδε να εμφανίζεται μπροστά του χαίροντας άκρας υγείας και λάμποντας από την παρρησία της προς το Θεό.
Ο Σαβίνος έπρεπε να μεταβεί στην Ηράκλεια της Θράκης και πήρε μαζί του τη Γλυκερία. Έγινε δεκτή με σεβασμό από τον επίσκοπο Δομίτιο και τους χριστιανούς που είχαν πληροφορηθεί τον ανδρείο αγώνα της. Παρουσιάσθηκε ξανά στο δικαστήριο, καταδικάσθηκε να καεί ζωντανή, όμως ουράνια δρόσος έπεσε και έσβησε την κάμινο στην οποία την είχαν ρίξει. Ο δικαστής τότε έδωσε εντολή να γδάρουν το δέρμα της κεφαλής της και την οδήγησαν πίσω στη φυλακή εν αναμονή νέων βασανισμών. Και αυτή τη φορά, άγγελος ήλθε να τη συνδράμει. Μπροστά σε παρόμοια θεϊκά σημεία, ο δεσμοφύλακας Λαοδίκιος μεταστράφηκε και σύντομα καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό.
Τέλος, η αγία παραδόθηκε στα θηρία. Ένα λιοντάρι χύμηξε με μανία καταπάνω της, αλλά αίφνης έκοψε την ορμή του και ήλθε να γλείψει τρυφερά τα πόδια της. Ένα άλλο λιοντάρι όρμηξε και με μια ελαφριά δαγκωματιά, δίχως να της προκαλέσει το παραμικρό τραύμα, επέτρεψε στη Γλυκερία να συναντήσει μέσα σε αγαλλίαση τον επουράνιο Νυμφίο της.
Ο δικαστής βρήκε λίγο αργότερα άθλιο θάνατο, ενώ ο επίσκοπος πήγε να ενταφιάσει το σκήνωμα της ανδρείας αθλήτριας του Χριστού, όχι μακριά από την πόλη. Στον τόπο εκείνο αναγέρθηκε αργότερα μεγάλος και περίλαμπρος ναός, όπου τιμάτο η αγία Γλυκερία απ όλους τους κατοίκους της Ηράκλειας, της οποίας έγινε πολιούχος. Το λείψανό της κατόπιν μεταφέρθηκε στη Λήμνο. Από την κάρα της, που παρέμεινε στην Ηράκλεια, εξακολούθησε να αναβλύζει τίμιο μύρο, το οποίο ως πηγή ζώσα θεράπευε πλήθος προσκυνητών.
Η μνήμη της τιμάται στις 13 Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθενείᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες, χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ
† 451 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, συνδέθηκε με τη Λήμνο, κατά θαυματουργικό τρόπο, η Αγία Ευφημία. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ε΄ αποφάσισε να καταστρέψει τα λείψανα των μαρτύρων που βρίσκονταν σε ναούς της Βασιλεύουσας. Άλλα από αυτά αποτέφρωνε, άλλα πετούσε στη θάλασσα και άλλα κατέστρεφε παντοιοτρόπως.
ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ
Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, συνδέθηκε με τη Λήμνο, κατά θαυματουργικό τρόπο, η Αγία Ευφημία.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ε΄ αποφάσισε να καταστρέψει τα λείψανα των μαρτύρων που βρίσκονταν σε ναούς της Βασιλεύουσας. Άλλα από αυτά αποτέφρωνε, άλλα πετούσε στη θάλασσα και άλλα κατέστρεφε παντοιοτρόπως.
Όταν οι πιστοί πληροφορήθηκαν ότι προτίθεται να κάψει και το σεπτό σκήνωμα της Αγίας Ευφημίας, το αντικατέστησαν με το σώμα κάποιου και αφού το τοποθέτησαν σε μια λάρνακα το μετέφεραν στη Λήμνο, όπου φαίνεται πως επικρατούσαν οι εικονολάτρες. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη ο αυτοκράτορας διέταξε να πετάξουν στη θάλασσα τη λάρνακα με τη σωρό της Αγίας. Όμως, κατά θαυματουργικό τρόπο η λάρνακα δεν βυθίστηκε, αλλά «χάριτι θεία κυβερνωμένη προσώκειλε» στη Λήμνο, το 766. Οι Λήμνιοι αναγνώρισαν το άγιο σώμα, το φύλαξαν και του απέδωσαν μεγάλες τιμές. Έκτισαν ναό, στον οποίο το τοποθέτησαν και ο χώρος απετέλεσε τόπο λαϊκού προσκυνήματος.
Σύμφωνα με κάποια παλιά παράδοση το σώμα βρήκαν στη θάλασσα δυο αδέρφια, ο Σέργιος και ο Σεργώνας.
Όταν αργότερα, το 790, αποκαταστάθηκαν οι εικόνες, τούς ζητήθηκε να επιστρέψουν το λείψανο. Τότε στο νησί ξέσπασαν ταραχές. Οι Λημνιοί με κανέναν τρόπο δεν δέχονταν να το αποχωριστούν. Τελικά, ο Επίσκοπος του νησιού καταπράυνε την οργή του κόσμου και η Ειρήνη η Αθηναία διέταξε την ανακομιδή του στη Χαλκηδόνα, όπου τοποθετήθηκε πάλι στη θέση του «εντίμως και μεγαλοπρεπώς».
Σήμερα το σκήνωμα της Αγ. Ευφημίας βρίσκεται στον Πατριαρχικό Ναό του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι
Η ανάμνηση των συγκλονιστικών εκείνων γεγονότων παρέμεινε ζωντανή στους ευσεβείς κατοίκους της Λήμνου. Στη χερσόνησο του Φακού, στη θέση όπου είχε ξωκείλει το λείψανο, σώζεται μέχρι σήμερα το αρχαίο εξωκκλήσι της Αγια Θυμιάς (Αγ. Ευφημίας), στο πανηγύρι του οποίου, στις 11 Ιουλίου, συρρέει πλήθος κόσμου από τα παλιά χρόνια, όπως διαπιστώνουμε από δημοσίευμα του 1923:
«Η εορτή της Αγ. Ευθυμίας διεξήχθη εφέτος μετά μεγάλης ζωηρότητος. Το βενζινόπλοιον «Βασιλική» σημαιοστόλιστον παρέλαβεν εκ Τσιμανδρίων και Κονδιά πολλάς οικογενείας, τας οποίας δωρεάν μετέφερεν εις το ακρωτήριον «Αγίας Ευθυμίας» ένθα ευρίσκεται και ο φερώνυμος ναός της μεγαλομάρτυρος. Εκεί υπό τον πελώριον πλάτανον εγένετο μια ωραιοτάτη και αλησμόνητος διασκέδασις καθ' όλην την ημέραν. Εχορεύθησαν διάφοροι εθνικοί χοροί. Το δε βαλς και αι καντρίλιες το ρεκόρ. Περί το εσπέρας επεστρέψαμεν οἴκαδε, ψάλλοντες διάφορα άσματα, με θάλασσαν γαληνιαίαν, ευχαριστώντες θερμώς τον κ. Πλοίαρχον της «Βασιλικής» δια τον ευγενή τρόπον του και τα μεγάλας περιποιήσεις τας οποίας προς άπαντας ημάς, μας επιδαψίλευσεν αδιακρίτως».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Λίαν εὔφρανας τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ κατῄσχυνας τοὺς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· τῆς γὰρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἃ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΓΙΑ ΜΕΛΙΤΙΝΗ
150-200 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Ο Χριστιανισμός εμφανίζεται από πολύ ενωρίς στη Λήμνο. Βέβαια, στη Βίβλο δεν αναφέρεται κάποιου είδους αποστολική δράση στο νησί. Εν τούτοις κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. είχε δημιουργηθεί μια ευάριθμη χριστιανική κοινότητα εκεί. Αυτό συνάγεται από το ότι ευσεβείς Χριστιανοί μετέφεραν και έθαψαν στη Λήμνο το λείψανο της Αγίας Μελιτινής, η οποία μαρτύρησε την περίοδο 150-200 μ.Χ. και η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΑ ΜΕΛΙΤΙΝΗ
Ο Χριστιανισμός εμφανίζεται από πολύ ενωρίς στη Λήμνο. Βέβαια, στη Βίβλο δεν αναφέρεται κάποιου είδους αποστολική δράση στο νησί. Εν τούτοις κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. είχε δημιουργηθεί μια ευάριθμη χριστιανική κοινότητα εκεί. Αυτό συνάγεται από το ότι ευσεβείς Χριστιανοί μετέφεραν και έθαψαν στη Λήμνο το λείψανο της Αγίας Μελιτινής, η οποία μαρτύρησε την περίοδο 150-200 μ.Χ. και η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου.
Η Μάρτυς τάφηκε σε κάποιο ακρωτήριο του νησιού και ασφαλώς το μνημείο της απετέλεσε τόπο προσκυνήματος για τους Χριστιανούς της Λήμνου. Η επιλογή κάποιου ακρωτηρίου ως χώρου ταφής έγινε πιθανότατα διότι εκεί ήταν πιο ασφαλής από ότι κοντά στις μεγάλες πόλεις του νησιού, την Ηφαιστία και τη Μύρινα, όπου η παλαιά θρησκεία ήταν ακόμα δυνατή. Αυτό αποδεικνύεται από ευρεθείσες επιγραφές του ιδίου αιώνος, δηλαδή του 2ου μ.Χ., στις οποίες μαρτυρείται η διοργάνωση αγώνων προς τιμήν του Ηφαίστου, η ύπαρξη ιερέως του ιδίου θεού κλπ.
Σχετικά με τη θέση της ταφής της νομίζουμε ότι αυτή ήταν πιθανότατα στη ΝΑ χερσόνησο του νησιού, στο ακρωτήρι που σήμερα ονομάζεται ακρωτήρι της Αγ. Ειρήνης. Και τούτο διότι από αγιορείτικα έγγραφα προκύπτει ότι πολύ αργότερα, κατά τον 14ο αιώνα, στην περιοχή αυτή υπήρχε το σημαντικό τοπωνύμιο «Αγία Μελιτινή». Συγκεκριμένα, το 1321 αναφέρονται «τα περί την Αγίαν Μελιτινήν χωρία του Βισσίνου, του Σκανδάλη και τα λοιπά» πατριαρχικά κτήματα. Πρόκειται για τα σημερινά χωριά Φυσίνη και Σκανδάλη της ΝΑ Λήμνου, τα οποία τότε ήταν κτισμένα περίπου στις ίδιες θέσεις που βρίσκονται και σήμερα. Η προσθήκη «και τα λοιπά», που υπάρχει στο έγγραφο, υπονοεί άλλους μικρότερους δορυφορικούς οικισμούς, π.χ. του Γούδηλα, του Αγιομάρνου, του Δρυ, της Αγιάς κ.ά. οι οποίοι σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ως τον 14ο αιώνα επιβίωνε στη ΝΑ Λήμνο το ναωνύμιο «Αγ. Μελιτινή». Επομένως, η ανάμνηση της ταφής της Αγίας στην περιοχή ήταν ακόμα ζωντανή. Σίγουρα, θα υπήρχε ναός προς τιμήν της, ο οποίος αποτελούσε χαρακτηριστικό γεωγραφικό σημείο του νησιού. Ήταν το επίκεντρο των χωριών της περιοχής και ως αναγνωρίσιμο σημείο αναφέρεται στο σχετικό απογραφικό έγγραφο των πατριαρχικών κτημάτων.
Σήμερα, το τοπωνύμιο δεν ακούγεται στο ΝΑ τμήμα του νησιού. Επιβιώνει όμως στην αγροτική περιοχή ανάμεσα στην Ηφαιστία και στον Κότσινα, σε ερείπια εξωκλησιού που υπάρχουν στη θέση «Ραν». Εκεί σε ένα μικρό ύψωμα υπάρχουν τα χαλάσματα του ναού της Αγ. Μελιτινής, στα οποία οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής ανάβουν ένα καντηλάκι. Σύμφωνα με κάποια τοπική παράδοση εκεί υπήρχε κάποτε ο Μητροπολιτικός ναός του νησιού. Πάντως η περιοχή αποτελούσε το επίκεντρο του νησιού κατά τη βυζαντινή περίοδο και είναι επιτακτική μια ανασκαφική έρευνα, που σίγουρα θα μας δώσει περισσότερα στοιχεία.
Συνοψίζοντας, μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι το λείψανο της Αγίας τάφηκε αρχικά στη NΑ Λήμνο, όπου ήταν πιο ασφαλές, αφού στις πόλεις του νησιού επικρατούσε ακόμα η αρχαία θρησκεία. Εκεί αργότερα χτίστηκε ναός ο οποίος υπήρχε ως το 14ο αιώνα τουλάχιστον. Όμως το λείψανο της Αγίας είχε εν τω μεταξύ μεταφερθεί κοντά στην Ηφαιστία, όπου κτίστηκε ναός, ο οποίος αν αληθεύει η τοπική παράδοση υπήρξε Μητροπολιτικός Ναός του νησιού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἐκουσίως.
Λελαμπρυσμένη ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, Μελιτινή, σεμνῶς διήνυσας βίον, καὶ ἑκουσίως ἔδραμες εἰς ὑποδοχήν, Μάρτυς, τοῦ καλοῦ Νυμφίου σου, ἐναθλήσασα ἀνδρικῶς, Ἀντωνίνου τοῖς καιροῖς, καὶ σκληροῦ Ἀντιόχου. Μαρκιουπόλεως ἄνθος ἡδύ, πόλεως Θράκης, καὶ Λήμνου τὸ καύχημα.

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
† 1000 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους επισκέφτηκε το νησί στα μέσα του 10ου αιώνα, όταν περιόδευε αναζητώντας τόπο για την ίδρυση μοναστηριού. Η ανάμνηση της διέλευσής του υπάρχει ακόμα σε μια τοπική παράδοση στο χωριό Δάφνη. Εκεί βρίσκεται μια λαγκαδιά που ονομάζεται «Άγιος Αθανάσιος», στην οποία αναβλύζει νερό από ένα βράχο. Διηγούνται ότι ο Άγιος Αθανάσιος, πηγαίνοντας προς το μετόχι του Χάρακα, το οποίο ανήκε στη Μονή, δίψασε και κτύπησε με το ραβδί του το βράχο από τον οποίο ανάβλυσε αμέσως νερό.
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους επισκέφτηκε το νησί στα μέσα του 10ου αιώνα, όταν περιόδευε αναζητώντας τόπο για την ίδρυση μοναστηριού. Η ανάμνηση της διέλευσής του υπάρχει ακόμα σε μια τοπική παράδοση στο χωριό Δάφνη. Εκεί βρίσκεται μια λαγκαδιά που ονομάζεται «Άγιος Αθανάσιος», στην οποία αναβλύζει νερό από ένα βράχο. Διηγούνται ότι ο Άγιος Αθανάσιος, πηγαίνοντας προς το μετόχι του Χάρακα, το οποίο ανήκε στη Μονή, δίψασε και κτύπησε με το ραβδί του το βράχο από τον οποίο ανάβλυσε αμέσως νερό.
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν, σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς· διὸ Πάτερ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
† 340 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Ο Άγιος Αλέξανδρος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως το 340 μ.Χ. Στους χρόνους του, συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 325 μ.Χ, στην οποία έλαβε μέρος και ο επίσκοπος Ηφαιστιας της Λήμνου Στρατήγιος. Μάλιστα ο Στρατήγιος προήδρευσε της Συνόδου, κάτι που δείχνει ότι ήταν σεβαστός, πιθανότατα, παλαιός Επίσκοπος και γέροντας.
ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
Ο Άγιος Αλέξανδρος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως το 340 μ.Χ. Στους χρόνους του, συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 325 μ.Χ, στην οποία έλαβε μέρος και ο επίσκοπος Ηφαιστιας της Λήμνου Στρατήγιος. Μάλιστα ο Στρατήγιος προήδρευσε της Συνόδου, κάτι που δείχνει ότι ήταν σεβαστός, πιθανότατα, παλαιός Επίσκοπος και γέροντας. Η ύπαρξη Επισκόπου στο νησί και μάλιστα με τον τίτλο «Ηφαιστίας της Λήμνου», αποδεικνύει ότι ο Χριστιανισμός είχε πλέον επικρατήσει των ειδώλων ακόμα και στην ιερή πόλη του Ηφαίστου, την πρωτεύουσα της Λήμνου Ηφαιστία. Ίσως υπήρχαν ακόμα οπαδοί της αρχαίας θρησκείας, όπως φανερώνει η δραστηριοποίηση του τελευταίου φιλοσόφου της οικογένειας των Φιλοστράτων κατά τον 4ο αιώνα, αλλά ο αριθμός τους μειωνόταν σταθερά.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου της Νικαίας ο πατριάρχης Αλέξανδρος Α΄ έκανε μεγάλη περιοδεία στις επισκοπές του ρωμαϊκού κράτους. Σίγουρα, θα πέρασε και από τη Λήμνο, με τον επίσκοπο της οποίας Στρατήγιο ασφαλώς θα συνδεόταν.
Μεταγενέστερα, γνωρίζουμε ότι το λείψανο του Αλεξάνδρου ήταν θαμμένο στο νησί. Ο σπουδαίος αυτός Πατριάρχης εκοιμήθη το 341 μ.Χ. και η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Αυγούστου. Δεν είναι γνωστό αν, όταν πέθανε, βρισκόταν στη Λήμνο και ετάφη, ή αν αργότερα μεταφέρθηκε εκεί το λείψανό του. Πάντως, είναι γεγονός ότι το σκήνωμά του βρισκόταν στο νησί επί πολλούς αιώνες και συγκεκριμένα ως την άνοιξη του 1308 μ.Χ. Τότε ο Καταλανός τυχοδιώκτης Marco Minotto έπλευσε κατά της Λήμνου, την οποία λεηλάτησε και μεταξύ άλλων έκλεψε και το λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου, το οποίο μετέφερε στη Βενετία, νομίζοντας ότι επρόκειτο για κάποιον άλλον Άγιο Αλέξανδρο, επίσκοπο (πάπα) της Ρώμης, ο οποίος είχε ζήσει στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.
Πρέπει να θεωρήσουμε σίγουρο ότι το σημείο της ταφής του Αγίου στη Λήμνο θ' αποτελούσε τόπο ιερού προσκυνήματος για πολλούς αιώνες. Στα βυζαντινά χρόνια ο Άγιος θεωρείτο προστάτης της Λήμνου. Αυτό προκύπτει από παλαιό κώδικα του 15ου αιώνα, ο οποίος σώζεται στη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Στον κώδικα αυτό είναι γραμμένη η ακολουθία του Αγίου από ανώνυμο υμνογράφο, ο οποίος στο τέλος σημειώνει: «Άγιος Αλέξανδρος, προστάτης της Λήμνου».
Ο τόπος της ταφής του πρέπει να αναζητηθεί σε περιοχή γειτονική της Ηφαιστίας, η οποία τότε ήταν η έδρα της Επισκοπής Λήμνου. Πιθανότερη θεωρούμε την περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκεται ο ερημωμένος οικισμός «Άγιος Αλέξανδρος». Προφανώς, ο οικισμός αυτός πήρε το όνομά του από τον προστάτη Άγιο του νησιού σε κάποια παλαιότερη εποχή, όταν θα υπήρχε ακόμα ζωντανή η ανάμνηση της ταφής του. Σήμερα δεν υπάρχει εκεί ναός προς τιμήν του Αγίου.
Όμως, ο Άγιος λατρευόταν σε άλλα σημεία του νησιού και κυρίως στη ΝΑ Λήμνο. Εκεί, σώζονται σήμερα τρία παλαιά ξωκκλήσια σε σχετικά κοντινές τοποθεσίες, στις οποίες υπήρξαν μεσαιωνικές ή μεταβυζαντινές εγκαταστάσεις. Είναι οι περιοχές Σώκαστρο, Αγκώνας και Μερπιά στις αγροτικές περιοχές των σημερινών γειτονικών χωριών Καμίνια και Αγία Σοφία. Αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού στη ΝΑ Λήμνο υπήρχαν πατριαρχικά κτήματα και ήταν επόμενο ο πατριάρχης Άγιος Αλέξανδρος να ετιμάτο ιδιαιτέρως.
Ειδικά, το εξωκκλήσι του Σώκαστρου είναι χτισμένο σε ερείπια παλαιοχριστιανικού κτίσματος, ανάμεσα στα οποία, το 1885, βρέθηκε η γνωστή πελασγική «Στήλη των Καμινίων». Προφανώς, αποτελεί τη συνέχεια πολύ παλαιού ναού, χτισμένου για πρώτη φορά κατά την εποχή που η λατρεία του Αγίου Αλεξάνδρου ήταν ακόμα έντονη στο νησί.
Η μνήμη του τιμάται στις 30 Αυγούστου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Τὸν θεῖον Ἀλέξανδρον, καὶ Ἱεράρχην κλεινόν, τὸν στῦλον τῆς πίστεως, τὸν ἀριστέα Χριστοῦ, ἐνδόξως τιμήσωμεν, ἅπαντες συνελθόντες, ὡς Ἀρείου τῆν λύμην, πρόῤῥιζον ἐκτεμόντα καὶ ρητόρων ἀθέων, αἱρέσεως ῥήξαντα πλοκάς, μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
1296-1359 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήρθε στη Λήμνο το 1349 μ.Χ. περίπου από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε τοποθετηθεί Μητροπολίτης, διότι δεν τον δέχτηκαν οι άρχοντες της πόλης, οι οποίοι αντιμάχονταν τον αυτοκράτορα της Πόλης Κατακουζηνό. Αναγκαστικά, έφυγε πικραμένος και κατέφυγε στο Άγιον Όρος.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήρθε στη Λήμνο το 1349 μ.Χ. περίπου από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε τοποθετηθεί Μητροπολίτης, διότι δεν τον δέχτηκαν οι άρχοντες της πόλης, οι οποίοι αντιμάχονταν τον αυτοκράτορα της Πόλης Κατακουζηνό. Αναγκαστικά, έφυγε πικραμένος και κατέφυγε στο Άγιον Όρος.
«Εκκλησιαστική όμως αποφάσει εγκατέλειψε τον Άθωνα και μετέβη εις την χηρεύουσαν επαρχίαν της Νήσου Λήμνου».
Την περίοδο εκείνη είχε ενσκήψει στο νησί μεγάλη επιδημία πανώλους, η οποία σκότωνε κατά εκατοντάδες τον πληθυσμό. Ο Άγιος, με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, με λιτανείες αλλά και με τις σοφές συμβουλές του έσωσε τους κατοίκους και κατάφερε να απαλλάξει το νησί από τη θανατηφόρο επιδημία που το είχε πλήξει.
Όμως, παρά τις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων δεν έμεινε για πολύ καιρό στη Λήμνο, διότι οι Θεσσαλονικείς «μαθόντες παρά Λημνίων εμπόρων τας λεπτομερείας του γεγονότος» μεταμελήθηκαν και τον κάλεσαν να επιστρέψει:
«Επιβαίνουσιν όθεν εκκλησιαστικοί άρχοντες, μετά των τα πρώτα φερόντων, μεγάλου και λαμπρού πλοίου και κατευθύνονται εις την Λήμνον προς παραλαβήν του Ποιμενάρχου των. Η εκείθεν αναχώρησις του Αρχιεπισκόπου εις άφατον εβύθισεν τους Λημνίους λύπην αποχωριζομένους μετά δακρύων αυτού, αλλ' εις Θεσσαλονίκην επροξένησεν χαράν και αγαλλίασιν…».
Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου και την Β΄ Κυριακή των Νηστειών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε Θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ
16ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Βρέθηκε στη Λήμνο γύρω στο 1520 μ.Χ., περαστικός, όταν ταξίδευε προς τα Ιεροσόλυμα. Αναφέρεται πως ο Άγιος Διονύσιος ο Ολυμπίτης βρισκόταν στο Άγιο Όρος, από όπου: «...εισελθών εις καράβην απήλθεν εις την Λήμνον, απεκείσε εις τα Ιεροσόλυμα».
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ
Βρέθηκε στη Λήμνο γύρω στο 1520 μ.Χ., περαστικός, όταν ταξίδευε προς τα Ιεροσόλυμα. Αναφέρεται πως ο Άγιος Διονύσιος ο Ολυμπίτης βρισκόταν στο Άγιο Όρος, από όπου: «...εισελθών εις καράβην απήλθεν εις την Λήμνον, απεκείσε εις τα Ιεροσόλυμα».
Έμεινε στο νησί για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να βρει μέσον για να συνεχίσει το ταξίδι του. Φαίνεται πως το πέρασμά του από το νησί συνδέθηκε με κάποιο επεισόδιο που διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη. Σύμφωνα, με μια παλιά τοπική παράδοση, που υπάρχει στο χωριό Κοντοπούλι, κάποιοι φτωχοί κάτοικοι, κεχαγιάδες, όταν έμαθαν την άφιξή του, απευθύνθηκαν σ αυτόν και του ζήτησαν να επέμβει και να τους σώσει από κάποιους ζωοκλέφτες, που τους λήστευαν, τους έκλεβαν τα ζώα, τα τυριά κλπ. Και πράγματι ο «Άγιος Διονύσης από το Λιτοχώρι» έκανε το θαύμα του και «με το νερένιο χέρι του έδιωξε τους κακούς τσοπάνους», οι οποίοι έπαψαν να ενοχλούν τους φτωχούς κατοίκους. Την παράδοση κατέγραψε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, όταν ήταν εξόριστος στο Κοντοπούλι, το 1948:
«Το μεσημέρι με φωνάξανε πέντε γερόντοι, μου ψήσανε καφέ, με φίλεψαν τσιγάρο, είπανε για τον Αη-Διονύση πάνου στο Λιτοχώρι, για το νερένιο χέρι του Άγιου που έδιωξε τους κακούς τσοπάνους. Πέντε γερόντοι με μάτια μαλακά, με άσπρα μουστάκια, που σιάχνουν μέρα-νύχτα ταμπακιέρες, σιάχνουν κάντρα κολλώντας άχερα χρωματιστά μικρά-μικρά κομμάτια σαν το κεφάλι της καρφίτσας - μπελαλίδικα πράματα...».
Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα

ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ ΑΪΒΑΖΙΔΗΣ
Πηγή: www.pemptousia.gr
Ο Άγιος Εθνοϊερομάρτυς Πλάτων Αϊβαζίδης (Αϊβάζης ή Αϊβαζόγλου) γεννήθηκε το 1852 στην Πάτμο από τον Χιώτη Νικόλαο και τη Μαρία. Μαθήτευσε στην Πατμιάδα Σχολή και σε ηλικία 15 ετών έγινε δόκιμος στην Ι. Μ Αγ. Ιωάννου Θεολογου, όπου μόναζαν δύο θείοι του μοναχοί και παρέμεινε ως τα 25 του έτη. Μετά πορεύεται στην Κωνσταντινούπολη και φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γνωρίζοντας τον εκεί φοιτητή Γερμανό Καραβαγγέλη.
ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ ΑΪΒΑΖΙΔΗΣ
Ο Άγιος Εθνοϊερομάρτυς Πλάτων Αϊβαζίδης (Αϊβάζης ή Αϊβαζόγλου) γεννήθηκε το 1852 στην Πάτμο από τον Χιώτη Νικόλαο και τη Μαρία. Μαθήτευσε στην Πατμιάδα Σχολή και σε ηλικία 15 ετών έγινε δόκιμος στην Ι. Μ Αγ. Ιωάννου Θεολογου, όπου μόναζαν δύο θείοι του μοναχοί και παρέμεινε ως τα 25 του έτη. Μετά πορεύεται στην Κωνσταντινούπολη και φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γνωρίζοντας τον εκεί φοιτητή Γερμανό Καραβαγγέλη. Παράλληλα, εκτελούσε χρέη Διακόνου στις Ιερές Μητροπόλεις Καστορίας (1883-1888) και Λήμνου (1888- 1894).
Στη Λήμνο χειροτονείται Πρεσβύτερος και γίνεται Πρωτοσύγκελλος (δηλαδή δεύτερος τη τάξει) από τον Μητρ. Αθανάσιο Καποράλη. Το 1899 ο Μητρ. Αθανάσιος μετατίθεται στην Καστοριά και παίρνει μαζί του τον Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα. Σ’ ένα μόλις χρόνο ξαναμετατίθεται στη Σάμο και τη θέση του παίρνει ο Μητρ. Γερμανός, ο οποίος όμως κρατά κοντά του τον Πλάτωνα. Το διάστημα μέχρι το 1908, ουσιαστικά όλη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, διακονεί πιστά τον Καραβαγγέλη, παραμένει στην πόλη ως υπεύθυνος κατά τις μεγάλες περιοδείες του, φροντίζει για την αποκατάσταση των πληγέντων γυναικόπαιδων και τη σωστή λειτουργία ιδρυμάτων. Οι δύο μαζί τέλεσαν την κηδεία και τα τρισάγια στο μνήμα του Παύλου Μελά.
Μετά την απομάκρυνση του Γερμανού από την Καστοριά, ο Πρωτοσύγκελλος Πλάτων τον ακολουθεί στην Μητρόπολη Αμασείας του Πόντου και την έδρα της την Αμισό (Σαμψούντα). Εκεί, πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια ένα πρωτοφανές έργο με την ανοικοδόμηση δεκάδων σχολείων, εκκλησιών και ιδρυμάτων στις ελληνικές κοινότητες. Ο
Πλάτωνας πάλι ως έμπιστος αναλαμβάνει υπεύθυνος μαζί με τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο κατά τις περιοδείες του Γερμανού στην επαρχία, αλλά και στα ταξίδια του στην Πόλη.
Διδάσκει σε διάφορα σχολεία της περιοχής και βοηθά στον απελευθερωτικό αντάρτικο αγώνα των Ποντίων με κηρύγματα αφύπνισης και υλική βοήθεια. Την 4η Φεβρουαρίου 1921 φυλακίζονται οι προύχοντες και όλα τα εξέχοντα μέλη της ελληνικής κοινότητας Αμισού, μεταξύ των οποίων και ο Πλάτων για επαναστατική δράση.Παραμένει 8 μήνες στις άθλιες φυλακές της Αμασείας εμψυχώνοντας τους συγκρατουμένους του. Δικάζεται δύο φορές, αρχικά με κάθειρξη φυλάκισης 7 ετών και αργότερα με την καταδίκη του θανάτου από έκτακτα στρατοδικεία, χωρίς τις ανάλογες αποδείξεις. Απαγχονίστηκε στην πλατεία Ωρολογίου της Αμασείας μαζί με άλλους 68 Έλληνες την 21 Σεπτεμβρίου 1921, ημέρα που τιμάται η μνήμη του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὑπ’ ἀνόμων τῆς Ἄγαρ υἱῶν σκαιότατα ἀπηωρήθης ἐσχάτως διὰ τὴν πίστιν Χριστοῦ, Ἀμασείας πρωτοσύγκελλε στεῤῤόψυχε, Πλάτων, ὀφθεὶς ὑπογραμμὸς πολιτείας ἀκραιφνοῦς καὶ γνώμων εὐθὺς ἀνδρείας διὸ σὲ πάντες τιμῶντες τὰς σᾶς θερμὰς εὐχὰς αἰτούμεθα.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΥΡΝΟΒΟΥ
14ος-15ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ο Άγιος Ευθύμιος Τυρνόβου, γεννήθηκε μεταξύ 1325 και 1330 μ.Χ. στην πρωτεύουσα του Β΄ Βουλγαρικού κράτους, το Τύρνοβο. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια που του επέτρεψε να λάβει φροντισμένη εκπαίδευση. Όχι πολύ αργότερα από την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του έγινε μοναχός σε κάποια από τις πολυάριθμες μονές που βρίσκονταν στην περιοχή του Τυρνόβου.
ΑΓΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΥΡΝΟΒΟΥ
Ο Άγιος Ευθύμιος έζησε μεταξύ του 14ου και 15ου αιώνα μ.Χ. στη Βουλγαρία. Γεννήθηκε περί το 1325-1330 στην τότε βουλγαρική πρωτεύουσα Τύρνοβο από ευγενή οικογένεια, ίσως εκείνη των Καμπλάκ. Είχε την τύχη να έχει εκείνον που θα ήταν ο καλός του βιογράφος, έναν από την οικογένειά του, τον Γρηγόριο Καμπλάκ, που μετέπειτα έγινε μητροπολίτης του Κιέβου και έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κοστάντζας (1414-1417).
Σε αρκετά νεαρή ηλικία έλαβε το μοναχικό σχήμα στη Μονή της Παναγίας της Οδηγήτριας, στα προάστια της βουλγαρικής πρωτεύουσας. Το 1350 εισήχθη στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει ο Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου στο Καλιφάρεβο, το οποίο βρισκόταν στα ίδια περίχωρα. Από τον ίδιο τον Άγιο Θεοδόσιο εισάγεται στην πνευματική και ησυχαστική ζωή και προκόπτει κατά Χριστόν. Εκείνη την εποχή ο Άγιος Θεοδόσιος, προφητεύοντας το μέλλον του υποτακτικού του, αποκαλύπτει ότι κάποια μέρα ο Άγιος Ευθύμιος θα δεθεί με αλυσίδες και θα σταλεί στην εξορία.
Το έτος 1363, ο Άγιος Ευθύμιος συνόδευσε το δάσκαλό του, μαζί με άλλους τρεις μαθητές, στήν Κωνσταντινούπολη. Μετά την κοίμηση του Αγίου Θεοδοσίου παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Στουδίτου, ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και πνευματικά βυζαντινά κέντρα. Εκεί, πιθανότατα, συνέταξε τή βιογραφία του Αγίου Θεοδοσίου, την οποία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος αντέγραψε πιστά.
Το έτος 1365 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Αρχικά μετέβη στη Μεγίστη Λαύρα και στη συνέχεια στη μονή Ζωγράφου. Τότε ήταν που κατηγορήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορος Ιωάννου Ε΄ του Παλαιολόγου (1341-1391), ότι δεν τηρούσε καθόλου τη μοναχική υπόσχεση της ακτημοσύνης. Γι’ αυτό εξορίσθηκε και ξαναβρέθηκε στο Άγιον Όρος μόνο όταν ο αυτοκράτορας διεπίστωσε την αλήθεια μετά από ένα όραμα.
Περί το 1371 ο Άγιος Ευθύμιος επέστρεψε στην πατρίδα του και ίδρυσε στην πρωτεύουσα τη Μονή της Αγίας Τριάδος, που αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ακτινοβολίας του σλαβικού πολιτισμού. Πράγματι εκεί πραγματοποιήθηκε ορθογραφική και γραμματική μεταρρύθμιση της γραφής, της επονομαζόμενης «ευθυμιανής», που οδήγησε σε μια γενική αναθεώρηση όλων των έργων που ήταν γραμμένα στα σλαβικά. Η μεταρρύθμιση του Αγίου Ευθυμίου, βασιζόμενη στην ενοποίηση της ορθογραφίας και στην πιστότητα στα αυθεντικά ελληνικά κείμενα, χαρακτήρισε τα λειτουργικά κείμενα ολόκληρου του σλαβοορθοδόξου κόσμου μέχρι τον Μέγα Πέτρο, ο οποίος εισήγαγε πιο σύγχρονους κανόνες.
Το έτος 1375, με το θάνατο του Πατριάρχου Ιωακείμ, ο Άγιος Ευθύμιος εκλέγεται Πατριάρχης του Τυρνόβου. Από τον πατριαρχικό θρόνο συνέχισε το έργο της αναθεωρήσεως των κειμένων, έγραψε επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες του ορθοδόξου κόσμου, που απετέλεσαν ποιμαντικά καί διδακτικά κείμενα, και συνέθεσε Βίους Αγίων.
Ο Άγιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1402 μ.Χ. και η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΝΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΙΜΙΣΟΑΡΑ
1568-1656 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Έζησε το 16ο-17ο αιώνα και είχε εκ μητρός καταγωγή από τη Λήμνο. Έχει ανακηρυχτεί Άγιος της Ρουμανικής και της Σερβικής Εκκλησίας.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΝΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΙΜΙΣΟΑΡΑ
Έζησε το 16ο-17ο αιώνα και είχε εκ μητρός καταγωγή από τη Λήμνο. Έχει ανακηρυχτεί Άγιος της Ρουμανικής και της Σερβικής Εκκλησίας.
Γεννήθηκε το 1568 στη Ραγούζα της Αδριατικής, το σημερινό Ντουμπρόβνικ και το κοσμικό του όνομα ήταν Τζιάκομο (Ιάκωβος). Η μητέρα του λεγόταν Αικατερίνα και ήταν από τη Λήμνο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Τζοβάνι Φούσκα. Ήταν ναυτικός, είχε καταγωγή από τη Βενετία και πνίγηκε σε ναυάγιο όταν ο Ιάκωβος ήταν 12 ετών. Με τη μητέρα του εγκαταστάθηκαν στην πόλη Αχρίδα όπου ζούσαν συγγενείς της. Εκεί έζησε ως το 1588 σπουδάζοντας τα ιερά γράμματα σε μοναστήρι κοντά σε έναν θείο του μοναχό. Το 1588, σε ηλικία 20 ετών, μετέβη στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους. Εκάρη μοναχός με το όνομα «Ιωσήφ» και αργότερα χειροτονήθηκε ιερομόναχος,
Στον Άθω παρέμεινε 62 χρόνια, σε διάφορες μονές (Μ. Λαύρας, Χιλανδαρίου, Ξηροποτάμου, Βατοπεδίου). Απέκτησε μεγάλη φήμη χάρη στο θαυματουργό χάρισμα που είχε να θεραπεύει ασθενείς τοποθετώντας το χέρι του στο μέτωπό τους. Επίσης, ασχολήθηκε με την αντιγραφή ιερών κειμένων. Λόγω της περιπετειώδους ζωής του γνώριζε την ελληνική, λατινική γλώσσα, ιταλικές και σλαβικές διαλέκτους. Διετέλεσε ηγούμενος για έξι χρόνια στη μονή Αγίου Στεφάνου Αδριανουπόλεως, η οποία ήταν μετόχι της Μεγίστης Λαύρας καθώς και στις μονές Βατοπεδίου και Κουτλουμουσίου, στην οποία υπήρχαν πολλοί Ρουμάνοι μοναχοί. Έτσι ήρθε κοντά με τη ρουμανική εκκλησία, αλλά και με τη σερβική από τη μονή Χιλανδαρίου.
Το 1650, σε ηλικία 82 ετών, εξελέγη Μητροπολίτης Τιμισοάρα Ρουμανίας και έφυγε από το Άγιον Όρος έπειτα από 62 έτη. Υπηρέτησε τη Μητρόπολη ως το 1653, οπότε παραιτήθηκε λόγω γήρατος. Αποσύρθηκε στη μονή Partos, όπου εκοιμήθη σε ηλικία 88 ετών. Το 1686 ανακηρύχθηκε τοπικός Άγιος και το λείψανό του βρισκόταν στη μονή επί τρεις αιώνες. Στον τύμβο του υπήρχε η εξής επιγραφή στη σλαβονική γλώσσα:
"Sviatitel Iosifa novi bivsi Mitropolita Temisvarski, 1655", δηλαδή:
«Άγιος Ιωσήφ ο νέος, πρώην Μητροπολίτης Τιμισοάρα, 1655».
Στην επιγραφή που τοποθετήθηκε το 1865, συμπληρώθηκε αργότερα το κείμενο:
«Μετά την εθελουσία αποχώρησή του από τη μητρόπολη, απεσύρθη εις την Ιερά Μονή Partos, όπου έζησε για αρκετά χρόνια, ώσπου αναπαύθηκε εις τας αιωνίους μονάς μετά των κεκοιμημένων αγίων».
Το 1956, στην επέτειο των τριακοσίων ετών από την κοίμησή του, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μητροπολιτικό Ναό της Τιμισοάρα, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Εκεί υπάρχει και η παλαιότερη εικόνα του. Το 1956 ανακηρύχθηκε Άγιος της Ρουμανικής Εκκλησίας και το 1965 της Σερβικής. Η μνήμη του καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 15 Σεπτεμβρίου.
Όσο ζούσε, φαίνεται πως διατηρούσε τακτική επαφή με τη Λήμνο, το νησί της καταγωγής του, διότι στην ιερά ακολουθία του υπάρχουν αρκετές αναφορές στη λημνιακή του ρίζα. Άλλωστε, η Λήμνος είχε ανέκαθεν στενή σχέση με τις μονές του Άθω.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν θεοπρόβλητος, Τιμισοάρας λαοῦ, ὡς σκεῦος τῆς Χάριτος, καὶ ἀρετῶν Ἰωσήφ, κατέστης πανάξιος, πλήθη εὐεργετήσας, καὶ στηρίξας κατ’ ἄμφω, λόγοις διδασκαλίας, ὡς σοφὸς Ἱεράρχης• διὸ ὑπὲρ τῶν σῶν ὑμνητῶν, τῷ Κτίστῃ πρέσβευε.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
1392-1444 μ.Χ.
Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Οι ευλαβείς γονείς του, από αρχοντική και ευγενική γενιά (εξ ου και το προσωνύμιο Ευγενικός) ο πατέρας του Γεώργιος, Διάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, και η μητέρα του Μαρία, ανέθρεψαν το μικρό Μανουήλ και τον αδελφό του Ιωάννη χριστιανικά και φρόντισαν για τη μόρφωσή του.
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1392 και 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικός καλούμενος». Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν διάκονος και σακελλίων της Μεγάλης Εκκλησίας, μετέπειτα δε έγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος και μέγας χαρτοφύλαξ, η δε μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και ήταν θυγατέρα του ιατρού Λουκά. Σπούδασε σε μεγάλους διδασκάλους, στον Γεώργιο Πλήθωνα, στον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, στον Μανουήλ Χρυσόκκο, στον Ιωσήφ Βρυέννιο και άλλους, και είχε έξοχη παιδεία.
Στη συνέχεια, προσήλθε στο μοναχικό βίο, κατά το έτος 1418, σε κάποια μονή στα Πριγκηπόννησα, και τάχθηκε υπό την πνευματική επιστασία του ενάρετου μοναχού Συμεών, ο οποίος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Μανουήλ, Μάρκο. Μόνασε κυρίως στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επιδόθηκε στην ιερά μελέτη της Αγίας Γραφής και των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και συνέγραψε τα πρώτα, δογματικού κυρίως περιεχομένου, έργα του.
Το έτος 1437 έγινε Επίσκοπος Εφέσου και έλαβε μέρος στην ενωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). Κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο ο Άγιος Μάρκος αναδείχθηκε Έξαρχος της Συνόδου και εκπροσώπησε σε αυτή τους Πατριάρχες Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Στην αρχή των εργασιών της Συνόδου συνέστησε στους Λατίνους να αποβάλουν το τραχύ και ανένδοτο του τρόπου τους και της διαθέσεώς τους, διότι απέβλεπε στην ειρήνευση, στην άρση του Σχίσματος και στην επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά· «Πρῶτον μέν ὅπως ἐστίν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη ἥν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἠμῶν ὁ Χριστός καί ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία τήν ἀγάπην καί διελύθη καί εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία τήν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καί ἐξετάσωμεν τάς μεταξύ ἠμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην ἐάν μή λυθῇ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον, καί πέμπτον, ἵνα καί οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καί ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καί παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος..».
Αντιλήφθηκε όμως εγκαίρως, ότι οι Λατίνοι δεν επιθυμούσαν την εξέταση των διαφορών και των αιτιών του Σχίσματος και γενικά αληθινή εκκλησιαστική ένωση, αλλά επεδίωκαν την καθυπόταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Πάπα και την παραδοχή εκ μέρους αυτής των λατινικών ετεροδιδασκαλιών, εγκαταλειπομένων των ορθοδόξων δογμάτων. Έτσι θεώρησε χρέος του να ηγηθεί της πανορθοδόξου αντιδράσεως κατά των λατινικών σχεδίων και τέθηκε επικεφαλής των αποκληθέντων Ανθενωτικών, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της Συνόδου, αλλά και μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό και απέκρουσε κατά τη διάρκεια των συνοδικών συζητήσεων τις αξιώσεις και την επιχειρηματολογία των Λατίνων και αρνήθηκε να υπογράψει τον όρο της επιβληθείσης ψευδοενώσεως. Η μη υπογραφή του απαράδεκτου για την κοινή ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση, κειμένου εκ μέρους του Αγίου Μάρκου, είχε τόσο μεγάλη σημασία, ώστε μόλις ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ (1431-1447) το πληροφορήθηκε ανεφώνησε περίλυπος· «᾿Εποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν».
Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας προσέφερε στον Άγιο τον Πατριαρχικό θρόνο, αλλά αυτός αρνήθηκε. Επειδή δε, δεν επιθυμούσε να συλλειτουργήσει με τον λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη την μέρα της Πεντηκοστής του έτους 1440 και ήλθε στην Έφεσο. Και εκεί όμως δεχόταν ενοχλήσεις από τους ενωτικούς. Γι’ αυτό ανεχώρησε με προορισμό το Άγιον Όρος. Καθ’ οδόν, διερχόμενος δια της νήσου Λήμνου, κρατήθηκε και περιορίσθηκε εκεί, με εντολή του αυτοκράτορος. Στη Λήμνο παρέμεινε δύο χρόνια και από εκεί εξαπέλυσε τη σπουδαία εγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένοις ᾿Ορθοδόξοις Χριστιανοῖς». Μετά ο θεοειδής στην ψυχή και στην προαίρεση Άγιος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη στις 23 Ιουνίου του έτους 1444 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ., όρισε δια συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου στις 19 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογία, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρώου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΡΕΠΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
† 1846 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Λιγοστές είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για το βίο του Νεομάρτυρα Αθανασίου, από τη Λήμνο, ο οποίος μαρτύρησε το 1846, όταν θανατώθηκε από τους Τούρκους λόγω της θρησκευτικής και πατριωτικής του δράσης.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΡΕΠΑΝΙΔΙΩΤΗΣ
Λιγοστές είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για το βίο του Νεομάρτυρα Αθανασίου, από τη Λήμνο, ο οποίος μαρτύρησε το 1846, όταν θανατώθηκε από τους Τούρκους λόγω της θρησκευτικής και πατριωτικής του δράσης. Ουσιαστικά παραμένει μια ελάχιστα γνωστή μορφή της λημνιακής θρησκευτικής ιστορίας, μιας και οι συναξαριστές τον αγνοούν.
Από μια σύντομη διήγηση ενός κώδικα της Μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, την οποία ανακάλυψε και δημοσίευσε πριν από χρόνια ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Απόστολος Γλαβίνας έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες. Τα αναφερόμενα στον κώδικα αυτό προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε με πληροφορίες από τα αρχεία της Ιεράς Μητρόπολης Λήμνου, όπως αυτά δημοσιεύθηκαν από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Διονύσιο, στην εφ. «Λήμνος» κατά την δεκαετία του ‘50.
Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στη Λήμνο πριν από το 1800, προφανώς στο χωριό Ρεπανίδι, αφού μεταγενέστερα αποκαλείται Αθανάσιος μοναχός ο Ρεπανιδώτης. Δεν είναι γνωστό το κοσμικό του όνομα. Όμως ο πατέρας του μάλλον ονομαζόταν Παναγιώτης, μιας και μεταγενέστερα αναφέρεται και ως Αθανάσιος Παναγιώτου, μοναχός. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο νησί. Στη συνέχεια μετέβη στο Άγιον Όρος με σκοπό να γίνει μοναχός «εις υπακοήν Γέροντος της Μεγίστης Λαύρας». Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 η χερσόνησος της Χαλκιδικής αποτέλεσε προπύργιο των επαναστατών της Κεντρικής Μακεδονίας υπό τον Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε εξοπλίσει χίλιους αγιορείτες μοναχούς.
Όμως η επανάσταση στη Χαλκιδική κατεστάλη σύντομα και στις 12 Δεκεμβρίου 1821 οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Άγιο Όρος, όπου είχαν καταφύγει οι μαχητές και πάνω από 5.000 άμαχοι. Σκλάβωσαν πολλούς, τόσο μοναχούς όσο και μαχητές που κρύβονταν στα μοναστήρια. Ανάμεσά τους ήταν και ο Αθανάσιος, που συνελήφθη και σύρθηκε στα σκλαβοπάζαρα. Πουλήθηκε ως δούλος σ' έναν Αγαρηνό άρχοντα της Αιγύπτου. Αυτός τον υποχρέωσε να γίνει μουσουλμάνος, του έκανε περιτομή και τον πάντρεψε με μια αιχμάλωτη χριστιανή. Όταν αλλαξοπίστησε, οι Τούρκοι του απένειμαν τον τίτλο του Αγά. Απέκτησε μεγάλη περιουσία κι έγινε μέγας και τρανός. Έζησε έτσι αρκετά χρόνια.
Όμως από κάποια εποχή κι ύστερα άρχισε να μετανιώνει για την αλλαγή της πίστης του, μετά από ένα όνειρο που είδε, στο οποίο παρουσιάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος. Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του, με την οποία δεν πρέπει να είχαν αποκτήσει παιδιά, αποφάσισε να της αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας και να ξαναγυρίσει στο Άγιο Όρος. Ασκήτεψε εκεί για αρκετά χρόνια, με μεγάλη ταπείνωση, στο κελί του Αγίου Αντωνίου Καρυών (όπου σήμερα υπάρχει η Σκήτη Αγ. Ανδρέου). Συγχωρέθηκε κι έλαβε το Άγιο Μύρο, γενόμενος πάλι δεκτός στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη ήδη Ελλάδα για λίγο διάστημα και έπειτα επέστρεψε στη Λήμνο, όπου ζούσε «ευσεβώς και θεαρέστως». Η επιστροφή του στο νησί φανερώνει το μεγάλο θάρρος του, διότι οι Τούρκοι απαγόρευαν στους αρνησίθρησκους να ξαναγίνονται χριστιανοί επί ποινή θανάτου.
Η επιστροφή στο νησί πρέπει να έγινε το 1843, διότι στις 24 Οκτωβρίου 1843 ο γέρων Αθανάσιος μοναχός Ρεπανιδιώτης δώρισε στην Αλληλοδιδακτική Σχολή της Λήμνου 4.080 γρόσια και 85 ολλανδικά φλουριά. Κατά τη γνώμη μας ο παραπάνω μοναχός πρέπει να ταυτιστεί με τον Αθανάσιο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε ανανήψει στην ορθόδοξη πίστη. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ένας καλόγερος κατείχε τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία προφανώς προέρχονταν από την περιουσία που είχε αποκτήσει στην Αίγυπτο ως μουσουλμάνος αγάς. Στη Λήμνο ο Αθανάσιος δεν έμεινε αδρανής. Το 1844 έγινε μέλος της Σχολικής Εφορίας και πάσχισε για την καλύτερη λειτουργία της Σχολής και την αύξηση των εσόδων της
Τα χρόνια εκείνα Τούρκος Διοικητής (Καιμακάμ-μπέης) του νησιού ήταν ο Χατζή-Μουντή Εφέντης, ένας αδίστακτος εκμεταλλευτής και εκβιαστής των χριστιανών. Για πολλά χρόνια δανειζόταν χρήματα από το «Κοινόν Ταμείον», το οποίο είχαν συγκροτήσει οι κάτοικοι για τη χρηματοδότηση των σχολείων του νησιού. Το ταμείο αυτό είχε ως βασική πηγή εσόδων το ενοίκιο του κοινοτικού κτήματος Μητρόπολις, το οποίο υπάρχει ακόμα κοντά στο Καρπάσι και ανήκει στο Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο. Ο Διοικητής ουδέποτε επέστρεψε τα χρήματα που δανειζόταν, ενώ απαιτούσε κι άλλα «δανεικά κι αγύριστα». Συνεχώς βρισκόταν σ' αντιπαράθεση με την Ελληνική Κοινότητα και πιθανότατα έπειτα από δική του απαίτηση είχε κηρυχθεί έκπτωτος ο Μητροπολίτης του νησιού, Ιερώνυμος, τον Απρίλιο του 1839.
Κάποτε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι κάτοικοι της Λήμνου αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στο Σουλτάνο, ο οποίος διέταξε να γίνει έρευνα. Στις 5 Οκτωβρίου 1844 δυο Τούρκοι κι οκτώ Έλληνες κλήθηκαν στην Πόλη να καταθέσουν για το θέμα. Οι Λημνιοί πήγαν μ' επικεφαλής τον Αθανάσιο γέροντα Παναγιώτου κι αντιπροσώπους επτά χωριών, που ήταν οι εξής: Χριστοφής Παπά-Αθανασίου (Ατσική), Παντελής Παπά-Ιωάννου (Κορνός), Παναγιώτης Πέτρου (Βάρος), Νικόλας Πλαφάς (Ρεπανίδι), Στρατής Τζαριακλής (Τσιμάνδρια), Αθανάσιος Κυριάκου (Σαρδές) και Κομνηνός... (Καμίνια). Η όλη αποστολή κόστισε στην Κοινότητα 10.000 γρόσια. Τ’ αποτελέσματα της διαμαρτυρίας δεν είναι γνωστά, αλλά μάλλον ο καταχραστής Διοικητής μετατέθηκε.
Η πρωτοβουλία του Αθανασίου να μπει επικεφαλής της οκταμελούς επιτροπής, σε συνδυασμό με τη μεταστροφή του από τη μουσουλμανική θρησκεία, έγινε αιτία να μπει στο μάτι των Τούρκων, οι οποίοι θεωρούσαν ασυγχώρητο αμάρτημα την επιστροφή των προσκυνημένων στη χριστιανική πίστη. Από τότε άρχισαν να κατηγορούν τον Αθανάσιο με διάφορες αστήριχτες κατηγορίες, οι οποίες δεν αναφέρονται στα έγγραφα και να τον περνούν από δίκες. Το 1846 τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη μ’ ένα πλοίο. Όμως ο μάρτυρας έμελλε να μη φτάσει ποτέ στην Πόλη, διότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής κι ενώ έπλεαν στον Ελλήσποντο, οι δεσμοφύλακες τον έριξαν αλυσοδεμένο στη θάλασσα και τον έπνιξαν, γνωρίζοντας πιθανότατα ότι θα αθωωνόταν στο ανώτερο δικαστήριο, αφού δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα. Όπως σημειώνει ο άγνωστος γραμματικός της Μονής Παντελεήμονος του Αγ. Όρους, που διέσωσε το βίο του:
«Ασεβείς Αγαρηνοί εβύθισαν αυτόν και απέπνιξαν εν τη θαλάσση... κατά το έτος 1846... ο εξ αρνησιχρίστων Νεομάρτυς Αθανάσιος.. έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον».
Οι κάτοικοι του νησιού δεν λησμόνησαν τον Αθανάσιο. Στην ετήσια επιμνημόσυνη δέηση, η οποία γινόταν στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, υπέρ των «Μεγάλων Ευεργετών και Δωρητών των Ιερών Ναών και των Εκπαιδευτηρίων» του νησιού, μνημόνευαν μεταξύ των άλλων και τον Αθανάσιο Μοναχό, ο οποίος εκτός από την περιουσία του πρόσφερε και τη ζωή του για την πρόοδο της πατρίδας του. Το μνημόσυνο αυτό, το οποίο γινόταν ανελλιπώς μέχρι τη δεκαετία του ‘60, αργότερα διεκόπη αλλά τα τελευταία χρόνια άρχισε να τελείται ξανά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ὡς στύλος ἀκλόνητος.
Σταυρὸν ὥσπέρ θώρακα ἀναλαβόμενος πρὸς πάλην ἐχώρησας τῶν ἀσεβῶν ἀνδρικῶς, στερρὲ Ἀθανάσιε ὅθεν καὶ μυκτηρίσας ἀσεβῶν δυναστείαν ἔπαθλον ἐκομίσω στέφος τῆς ἀφθαρσίας, πρεσβεύων λυτρωθῆναι ἡμᾶς ἐκ πολύπλόκων δεινῶν.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ
18ος-19ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψηλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ’ αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ’ αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ
Ο Άγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο χωριό Ψηλομέτωπο της Λέσβου από πατέρα Μωαμεθανό και μητέρα Χριστιανή, η οποία και γαλούχησε αυτόν με τα νάματα της Χριστιανικής πίστεως. Μετά το θάνατο του πατέρα του, εγκατέλειψε την πατρίδα του και αφού μετέβη στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους, βαπτίσθηκε και έλαβε το Χριστιανικό όνομα Κωνσταντίνος. Επισκεφθείς κάποτε τη Σκήτη του Αγίου Προδρόμου και ασπασθείς τα ιερά λείψανα των Νεομαρτύρων, που φυλάσσονταν εκεί, τόσο επηρεάσθηκε, ώστε αμέσως του γεννήθηκε ο πόθος να μαρτυρήσει υπέρ του Χριστού.
Όταν επέστρεψε στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, εκμυστηρεύθηκε τον πόθο του στον πνευματικό του, ο οποίος, ευχαρίστως, αφού άκουσε την απόφαση του Κωνσταντίνου, υπέβαλε αμέσως αυτόν στην κατάλληλη προετοιμασία. Όταν αυτή συντελέσθηκε, ο Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος υπό των ευχών του πνευματικού του και των συνασκητών του, απήλθε στην Ανατολή, προς εκπλήρωση του διακαούς πόθου του. Αποβιβάσθηκε στις Κυδωνίες, όπου, κατά τη διάρκεια της αναμονής πλοίου για τη Σμύρνη, θεώρησε καλό να εργασθεί σε κατάστημα τροφίμων. Εκεί όμως αναγνωρίσθηκε από κάποιον Τούρκο συμπολίτη του και καταγγέλθηκε στον αγά, ο οποίος, αφού συνέλαβε αυτόν, τον ρωτούσε περί της αλήθειας ή μη των καταγγελθέντων. Ο Κωνσταντίνος με θάρρος ομολόγησε ότι ναι μεν προηγουμένως ήταν Μωαμεθανός, αλλά, επειδή φωτίσθηκε από τον Θεό, έγινε Χριστιανός, διότι πείσθηκε ότι η πίστη αυτή είναι η μόνη αληθινή και άμωμη. Εξοργισθείς ο αγάς, αφού υπέβαλε τον Κωνσταντίνο σε παντοειδή βασανιστήρια, τον απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη, για να ληφθεί εκεί οριστική απόφαση περί αυτού. Αλλά και εκεί ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ακλόνητος στη Χριστιανική ομολογία του και απέρριψε όλες τις γενόμενες σε αυτόν δελεαστικές προτάσεις. Κατόπιν τούτου, το 1819, διατάχθηκε δι’ απαγχονισμού θανάτωσή του. Το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος, για να μην παραληφθεί από τους Χριστιανούς, ενταφιάσθηκε κρυφά στο Τουρκικό νεκροταφείο, μεταξύ των εκεί ενταφιασμένων Μωαμεθανών.
Η μνήμη του τιμάται στις 2 Ιουνίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν ηὔφρανας, πιστῶν χορείαν, καὶ κατήσχυνας, τοὺς Ἄγαρ γόνους, ἀνακηρύξας λαμπρῶς τὴν εὐσέβειαν, καί ὑπομείνας ἀνύποιστα βάσανα, ὦ Κωνσταντῖνε Μαρτύρων ἀγλάϊσμα. Ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων Σε.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΦΑΙΣΤΙΑΣ ΛΗΜΝΟΥ
3ος-4ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Λήμνου και Αγ. Ευστρατίου
Φωτογραφία: Αρχείο κ. Διογένη Τσιπουρίδη
Ο Άγιος Στρατήγιος υπήρξε ο πρώτος Επίσκοπος της Λήμνου, υπό τον τίτλο «Ηφαιστίας». Μαρτυρείται ιστορικά ως Μέλος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή ως ένας εκ των 318 Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι εκλήθησαν υπό του αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., για να αντιμετωπίσουν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, να διασαφηνίσουν την αλήθεια της Πίστεως και να αποκαταστήσουν την διαταραγμένη ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
ΑΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΗΦΑΙΣΤΙΑΣ ΛΗΜΝΟΥ
Ο Άγιος Στρατήγιος υπήρξε ο πρώτος Επίσκοπος της Λήμνου, υπό τον τίτλο «Ηφαιστίας». Μαρτυρείται ιστορικά ως Μέλος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή ως ένας εκ των 318 Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι εκλήθησαν υπό του αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., για να αντιμετωπίσουν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, να διασαφηνίσουν την αλήθεια της Πίστεως και να αποκαταστήσουν την διαταραγμένη ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Το ιστορικό αυτό στοιχείο μαρτυρεί την ύπαρξη οργανωμένης Εκκλησίας στη Λήμνο, ήδη από τα τέλη του τρίτου με αρχές του τετάρτου αιώνα.
Επιπλέον μαρτυρείται ότι ο Άγιος Στρατήγιος υπήρξε ιδιαίτερα σεβαστός Ιεράρχης, διακρινόμενος για την ορθότητα της πίστεως και την ορθοπραξία της ποιμαντικής του σε έναν κόσμο, ο οποίος από την ειδωλολατρεία γνώριζε την αποκεκαλυμένη Αλήθεια του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Γεγονός που απετέλεσε την αιτία να παρακληθεί ο Άγιος, προκειμένου να προεδρεύσει σε μια από τις Συνεδρίες της Οικουμενικής Συνόδου της Εκκλησίας μας.
Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Θεοφόρων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ἡφαιστίας Ποιμένα, Οἰκουμένης διδάσκαλον, καθαιρέτην Ἀρείου καὶ Τριάδος τὸν πρόμαχον, τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ σοφόν, Στρατήγιον τῆς Λήμνου ὁδηγόν. Διὰ τοῦτο καὶ ἐν ὕμνοις χρεωστικῶς βοῶμεν σοι θεοφόρε∙ Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.

ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΩΝ ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΛΗΜΝΟΥ
3ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των αγίων της Λήμνου με τον πολιούχο του νησιού, τον Άγ. Σώζοντα. Όμως για να γίνει κατανοητό πως καθιερώθηκε ο Αγ. Σώζων ως πολιούχος, κρίνουμε σκόπιμο να περιγράψουμε με συντομία τα γεγονότα που αφορούν την Εκκλησία της Λήμνου και συνδέουν τη βυζαντινή εποχή με το σήμερα.
ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΩΝ ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΛΗΜΝΟΥ
Θα συνεχίσουμε την παρουσίαση των αγίων της Λήμνου με τον πολιούχο του νησιού, τον Άγ. Σώζοντα. Όμως για να γίνει κατανοητό πως καθιερώθηκε ο Αγ. Σώζων ως πολιούχος, κρίνουμε σκόπιμο να περιγράψουμε με συντομία τα γεγονότα που αφορούν την Εκκλησία της Λήμνου και συνδέουν τη βυζαντινή εποχή με το σήμερα.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω κατά τη βυζαντινή εποχή προστάτης της Λήμνου ήταν ο Άγιος Αλέξανδρος, του οποίου το λείψανο φυλασσόταν στη Λήμνο ως το 1904. Το ότι ήταν προστάτης του νησιού αναφέρεται σε κώδικα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και επομένως είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Έπειτα από την κλοπή του σκηνώματός του και τη μεταφορά του στη Βενετία, φαίνεται πως η μνημόνευση του Αγ. Αλεξάνδρου ως πολιούχου της Λήμνου, σταδιακά εξασθένησε.
Άλλωστε πολλές αλλαγές και τραγικά γεγονότα συνέβησαν στο νησί κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Επιδρομές πειρατών, διαμάχες αυτοκρατορικών οικογενειών για τον έλεγχό του, εισβολές Φράγκων καὶ Βυζαντινών ηγεμόνων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, ενετοκρατία μετά την άλωση της Πόλης και τελικά τουρκοκρατία από το 1479.
Το διοικητικό κέντρο του νησιού έπαψε να είναι η Ηφαιστία και ο Κότσινας και έγινε το Κάστρο (σημερινή Μύρινα). Παράλληλα μετά τον 13ο αιώνα η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε από την Ηφαιστία στον Κότσινα. Αυτό πιθανότατα συνέβη το 1270 όταν οι Βυζαντινοί επανέκτησαν το νησί. Στα τέλη του 14ου αιώνα αναφέρεται νέα μεταφορά στο αγιοπαυλίτικο μετόχι, που βρισκόταν στο κτήμα «Μητρόπολις» Λιβαδοχωρίου.
Στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα η έδρα της Μητρόπολης μεταφέρθηκε στο Κάστρο. Μητροπολιτικός Ναός καθιερώθηκε ο Ναός «της Παντουργού Τριάδος και της Πανάγνου και Θεοτόκου Κόρης», ο οποίος λόγω αποσαρθρώσεως ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων το 1724 από τον Μητροπολίτη Ιωαννίκιο τον Λίνδιο. Το 1770 καταστράφηκε από τους Τούρκους και στη θέση του ανοικοδομήθηκε άλλος ταπεινότερος, τρισυπόστατος, αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Χαράλαμπο. Στη θέση του χτίστηκε ο σημερινός ναός το 1865.
Η καθιέρωση του Αγίου Σώζοντος ως προστάτη του νησιού
Όλες οι παραπάνω μεταβολές είχαν σαν αποτέλεσμα οι παλιές συνήθειες να ξεχαστούν. Μόνο σε κάποια ταπεινά εξωκκλήσια συνέχισε ο πιστός λαός να τιμά τους παλιούς λαμπρούς Αγίους του: τον Άγιο Αλέξανδρο, την Αγία Μελιτινή, την Αγία Ευφημία κ.ά. Κάποιοι από αυτούς λησμονήθηκαν και μόνο ορισμένα παραποιημένα τοπωνύμια απέμειναν να τους θυμίζουν: το Ανδρόνι στη Μύρινα τον Άγιο Ανδρόνικο, ο Αγιαρμόλας στην Ατσική, τον Άγιο Ερμόλαο, ο Αγιουκλάψους στο Ρουσσοπούλι, τον Άγιο Κλήμεντα, η Αγιαμιλτνή στο Κοντοπούλι, την Αγία Μελιτινή, η Αγιαθυμιά στο Φακό, την Αγία Ευφημία, ο Ανυπάτ'ς στο Ρεπανίδι, τον Άγιο Υπάτιο κλπ.
Το νησί άρχισε να συνέρχεται από τη φτώχια και την αγραμματοσύνη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Μετά την καταστροφή του 1770 Λήμνιοι έμποροι και ναυτικοί ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Απέκτησαν πλούτο και σιγά-σιγά άρχισαν να ξαναχτίζουν τους παλιούς ταπεινούς και μισοερειπωμένους Ναούς των χωριών τους.
Οι Λημνιοί καραβοκύρηδες ταξίδευαν στην Πόλη, στη Σμύρνη και στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Στο δρόμο τους προς τα Δαρδανέλια αγνάντευαν το νησί τους από μακριά. Ένα εξωκκλήσι, που βρισκόταν από παλιά στη ΝΑ ακτή της Λήμνου, τους έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουν τη μάχη τους με τη θάλασσα. Είναι ο ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Φυσίνη. Οι Λήμνιοι ναυτικοί θεωρούσαν σωτήρα τον Άγιο Σώζο, διότι κάποτε έσωσε τους ναυαγούς μετατρέποντας την κάπα του σε βάρκα. Σαν αντίκριζαν λοιπόν τα αναμμένα καντήλια του σταυροκοπιόνταν και έκαναν μια ευχή, ο Άγιος Σώζων να τους έχει καλά, ώστε να επιστρέψουν σώοι στο νησί τους. Και όταν κινδύνευαν από κάποια θαλασσοταραχή, πάλι στο δικό τους Άγιο απευθύνονταν για σωτηρία «Άγιε μου Σώζο σώσε μας!». Και έταζαν άλλος εικόνα, άλλος μια λειτουργία, ό,τι ο καθένας μπορούσε. Αλλά και οι κάτοικοι του νησιού, που πρόσμεναν τους θαλασσοδαρμένους συγγενείς τους, στον Άγιο Σώζο κατέφευγαν με παρακλήσεις και τάματα να τους φέρει πίσω γερούς. Επιπλέον, η ιδιότητα του αγίου ως βοσκού, τον έκανε δημοφιλή στους Λήμνιους κεχαγιάδες, κάτι που αναφέρεται και σε ένα παλιό δημοσίευμα.
«Βεβαίως, το γεγονός ότι πρόκειται περί Αγίου προερχομένου εκ της τάξεως των ποιμένων, δεν αφήνει αδιαφόρους τους ομοτέχνους του της σημερινής εποχής, οίτινες σπεύδουσι να προσκυνήσωσι τον προστάτην Άγιον φέροντες και το σχετικόν δώρον».
Έτσι σταδιακά ο Άγιος Σώζων έγινε για τη Λημνιά ναυτοσύνη και για τις οικογένειες των ξενιτεμένων ο προστάτης τους, ο άγιος στου οποίου το πανηγύρι όφειλαν να πάνε κάθε χρόνο στις 7 Σεπτέμβρη. Παρομοίως, προστάτη τον θεωρούσαν οι κεχαγιάδες του νησιού. Και προς τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκε να τιμάται, ως πολιούχος της Λήμνου. Στην ανάδειξη του αγίου σε παλλήμνιο άγιο συνέβαλε και ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, σύμφωνα με το ίδιο ως άνω δημοσίευμα:
«Αλλά και άλλος λόγος ωθεί τους χριστιανούς να σπεύδωσιν όπως ανυψώσι μετ' ευλαβείας εν κηρίον εις τον άγιον και να ενισχύωσιν εκ του υστερήματός των το ταμείον της εκκλησίας. Είνε η φήμη ήτις φέρει ότι ο Άγιος Σώζων εμφανισθείς καθ' ύπνους προς τον άλλοτε μητροπολίτην Λήμνου Ιωακείμ κατέφερε κατ' αυτού, εκφρασθέντος μετά περιφρονήσεως, κτυπήματα δια της τεραστίας ράβδου την οποίαν φέρει ως έμβλημα του ποιμενικού επαγγέλματος αυτού εννοείται το γεγονός όχι μόνον δεν απεκρύβη υπό του Σεβασμιωτάτου αλλά και διεδόθη παρά τούτου σπεύσαντος να μεταβή εις Άγιον Σώζοντα και να ζητήση συγχώρησιν δια την βλασφημίαν».
Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία εορτασμού του Αγίου Σώζοντος, ως πολιούχου είναι του 1906 σε εφημερίδα της Αιγύπτου. Το έτος αυτό η Λημνιακή Αδελφότητα Αλεξανδρείας αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου να τελέσει πανήγυρη του πολιούχου της Λήμνου Αγίου Σώζοντος με εσπερινό την παραμονή και Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία ανήμερα.
Ο Ναός
Το εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντος αναφέρεται στη ΝΑ ακτή του νησιού από τα μεσαιωνικά χρόνια. Σε παλιούς χάρτες περιηγητών σημειώνεται με την παραποιημένη μορφή Cogito. Η παραποίηση του ονόματος δεν πρέπει να ξενίζει, διότι τα ποικίλα πληρώματα των πλοίων δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την ακριβή προφορά των τοπωνυμίων με αποτέλεσμα από στόμα σε στόμα να παραποιούνται και όταν κάποιος χαρτογράφος ή περιηγητής τα σημείωνε στο χαρτί η ονομασία να γίνεται αγνώριστη. Π.χ. την ίδια τη Λήμνο την έγραφαν Stalimene, ονομασία που προήλθε από την έκφραση: «στη Λήμνο». Κατά παρόμοιο τρόπο, από τη φράση: «τ᾿αγιοσώζοντο» προέκυψε το Cogito, το οποίο περνούσε από τον ένα χαρτογράφο στον επόμενο για αιώνες.
Το τοπωνύμιο Cogito αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ιταλό λόγιο Porcacchi το 1572, αλλά όπως ο ίδιος αναφέρει οι πληροφορίες του για τη Λήμνο προέρχονται από ένα παλαιότερο ανώνυμο χειρόγραφο. Στο χάρτη του τοποθετεί το Cogito στη ΝΑ Λήμνο και γράφει για αυτό ότι είναι προς το γαρμπή κοντά σε ένα ακρωτήριο και ότι έχει ένα άθλιο κάστρο. Στη συνέχεια αναφέρεται στα 1680-90 από τον Piacenza, τον Coronelli και σε χάρτη ενός ανώνυμου περιηγητή. Η θέση σημειώνεται και από τον Choiseul-Gouffier το 1785 τόσο στον πολύ ακριβή χάρτη του, όσο και στο κείμενό του. Επομένως, μπορούμε με σιγουριά να συμπεράνουμε ότι εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντα υπήρχε τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αιώνα στη ΝΑ Λήμνο και κάποτε στη θέση αυτή υπήρχε και μικρό φρούριο ερειπωμένο ήδη το 1572.
Στο σημερινό ναό τα παλαιότερα στοιχεία που υπάρχουν είναι:
α) μια εικόνα του Αγ. Γεωργίου με τη μαρτυρία «Δωρεά Γεωργίου Σεβαστού, 5 Νοεμβρίου 1882» και
β) μια εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τη μαρτυρία «Έργον Δημ. Αγραφιώτη, 1902».
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο Ναός κτίστηκε σε αυτή τη θέση έπειτα από υπόδειξη του ιδίου του Αγίου με θαυματουργό τρόπο. Στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο Ναός υπήρχε ανέκαθεν ένα αγίασμα, ένα πηγάδι με γλυκό νερό, το οποίο βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Κάποτε εκεί κοντά ένας κάτοικος του γειτονικού χωριού Φυσίνη βρήκε μια παλιά εικόνα του Αγίου Σώζοντος. Την έφερε στο χωριό, αλλά το άλλο πρωί η εικόνα βρέθηκε πάλι στο ακρωτήρι κοντά στο αγίασμα. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ο Άγιος παρουσιάστηκε σε κάποιον ευσεβή βοσκό και του υπέδειξε τον τόπο που ήθελε να χτίσουν εκκλησία και να τοποθετήσουν την εικόνα του. Συγκεκριμένα του είπε να ξεκινήσει το πρωί, όπως κάθε μέρα, να πάει προς τη μάντρα του και εκείνος θα τον καθοδηγήσει. Έτσι και έκανε, όμως τότε ένα παράξενο φαινόμενο συνέβη. Όπως περπατούσε πίσω του ήταν νύχτα και μόνο μπροστά του, στο δρόμο προς το ακρωτήρι, ήταν ημέρα. Ακολουθώντας λοιπόν το θαυματουργό μήνυμα του Αγίου έφτασε στο ακρωτήρι στον τόπο όπου κάθε μέρα βρισκόταν η εικόνα και εκεί το φαινόμενο σταμάτησε. Κατάλαβε λοιπόν ότι αυτό ήταν το μέρος όπου ο άγιος ήθελε να χτιστεί ο Ναός. Του έκτισε λοιπόν εκεί ένα εξωκκλήσι και αργότερα ένα μεγαλύτερο Ναό.
Ο θαυματουργός τρόπος με τον οποίο ο Άγιος υπέδειξε τη θέση του Ναού έγινε γνωστός σε όλη τη Λήμνο, με αποτέλεσμα πλήθος προσκυνητών να συρρέουν στη γιορτή του στις 7 Σεπτεμβρίου και σταδιακά να καθιερωθεί τριήμερο παλλημνιακό πανηγύρι. Άλλωστε ο Σεπτέμβρης ήταν για τους παλιούς Λημνιούς ο «καλόκαιρος», διότι είχαν τελειώσει από τις σκληρές αγροτικές εργασίες: το θέρο, το αλώνι και τον τρύγο και μπορούσαν πλέον να ξεκουραστούν για λίγες εβδομάδες, ώσπου να αρχίσει η σπορά. Τότε είχαν την ευκαιρία να κάνουν γάμους και αρραβώνες και φυσικά να πραγματοποιήσουν το τάξιμο στον Άγιο-Σώζο και να πάνε στο εξωκκλήσι του που βρίσκεται στην άκρη του νησιού.
Από την παραμονή πλήθη πιστών, σωστά καραβάνια, συνέρεαν από όλα τα χωριά. Άλλοι φιλοξενούνταν σε σπίτια γνωστών τους, στο κοντινό χωριό Φυσίνη, και άλλοι κοιμόντουσαν στα κελιά που είναι χτισμένα γύρω από το Ναό. Το βράδυ γινόταν ο εσπερινός και στη συνέχεια ακολουθούσε γλέντι με λύρες και βιολιά. Ανήμερα μετά την θεία λειτουργία και τη λιτανεία της εικόνας, το γλέντι συνεχιζόταν ως το πανηγυρική άλλο πρωί. Την επόμενη μέρα σιγά-σιγά οι προσκυνητές αναχωρούσαν με τα ζώα τους για τα χωριά τους.
Τα κελιά χτίστηκαν από την εκκλησιαστική επιτροπή στις αρχές της δεκαετίας του '20, πιθανότατα το 1923, όπως προκύπτει από σχετικό δημοσίευμα, στο οποίο περιγράφεται με γλαφυρότητα το πανηγύρι του Ναού, το πλήθος των ανθρώπων που έφταναν με τα πόδια, με υποζύγια, με βάρκες, των πραματευτών και των γλεντιστών που είχαν συρρεύσει εκεί:
«Δεν ηδύνατο κανείς να φαντασθή ότι εις το άκρον της νήσου θα συνεκεντρούντο δια την πανήγυριν του Αγίου Σώζοντος υπέρ τας τρεις χιλιάδας εορταστών. Αι αποστάσεις είναι τόσον μακρυναί και οι δρόμοι τόσον δυσχερείς, ώστε ν' αποτελή αληθή ηρωισμόν η μετάβασις του προσκυνητού εις το άλλον άκρον της νήσου. Ίσως αι δυσχέρειαι αύταιπροκαλούσι την συρροήν τόσου κόσμου, ο οποίος ακονίζει εξ αυτών τούτων των δυσχερειών το θρησκευτικόν συναίσθημα...
Εν εξ όλων είνε βέβαιον, ότι η συγκέντρωσις τόσων ανθρώπων και ισαρίθμων όνων παρέχει ωραίον θέαμα ιδίως τας απογευματινάς ώρας της παραμονής της εορτής ότε φθάνει εις το κατακόρυφον της συμπυκνώσεως ο κόσμος. Οι επίτροποι των τελευταίων χρόνων κατεσκεύασαν επίμηκες κτίριον χωριζόμενον εις δωμάτια ίνα εις αυτά καταφεύγωσιν οι προσκυνηταί εν ώρα κακοκαιρίας ελέχθη δε ότι και φιλόθρησκοι χριστιανοί θα ανεγείρωσι νέα δωμάτια προς τον σκοπόν τούτον. Ευτυχώς ο καιρός υπήρξεν θαυμάσιος και συνέτεινε εις το να διεξαχθή η πανήγυρις λαμπρότερον, χωρίς και να γίνη αισθητή η έλλειψις στέγης δια τους περισσοτέρους. Χοροί ανδρών και γυναικών και μικροπωληταί διαφόρων και αδιαφόρων ειδών, πλανόδιοι λοταρτζήδες, πρόχειρα καφενεία, όλα μαζί έδιδον το χρώμα πανηγύρεως και παζαριού. Το χωρίον Φυσίνη όπερ εώρταζε παρουσίαζεν ωραίον θέαμα. Πάντες οι κάτοικοι επροθυμοποιούντο να φιλοξενήσουν τους εορταστάς. Ιδιαιτέρως σημειούμεν τους κ.κ. Βασιλ Βαρελτζήν, Αγορ. Φράγκου και Σωκρ. Γαϊτανέρην. Θα μείνη η εφετεινή πανήγυρις ομολογουμένως αλησμόνητος ιδίως δια τους εκ Κάστρου προκυνητάς, οίτινες ηυτύχησαν να μεταβώσι και να επανέλθωσι δια της βενζινακάτου του φίλου κ. Ι. Φεργαδιώτη».
Μέχρι σήμερα οι Λημνιοί της διασποράς σε Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ, Ν. Αφρική κ.α. συνεχίζουν αυτή την παλαιά παράδοση. Δηλαδή έχουν καθιερώσει να συγκεντρώνονται και να εορτάζουν την εορτή του Αγίου Σώζοντος. Η εορτή του Αγίου αποτελεί γι' αυτούς το συνδετικό κρίκο τους με την πατρίδα, που τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια στο νησί.
Και φυσικά οι κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι συρρέουν το Ναό στο παραδοσιακό πανηγύρι της 7ης Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαρτύρων ἀγλάϊσμα ἐπιστασίᾳ τῇ σῇ, Λημνίους διέσωσας ἐκ τῆς δουλείας δεσμῶν ἀεὶ τοὺς τιμῶντάς σε, ἔχοντες γὰρ ὡς ὄλβον τιμαλφῆ τῶν λειψάνων, θήκην σου τὴν ἁγίαν ἀνακράζομεν μάρτυς∙ ἡμᾶς ἐκ δυσμενοῦς ἀπειλῆς Σῴζων διάσῳζε.

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
759-826 μ.Χ.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια
Ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 και ήταν μοναχός, συγγραφέας και μέγας υπερασπιστής των εικόνων. Αρχικά διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή Σακκουδίωνος στην Προύσα, όπου διαδέχτηκε το θείο του Πλάτωνα. Ο θείος του και η μητέρα του, που ονομαζόταν Θεοκτίστη του ενέπνευσαν την αγάπη του προς το μοναχικό βίο.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 και ήταν μοναχός, συγγραφέας και μέγας υπερασπιστής των εικόνων. Αρχικά διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή Σακκουδίωνος στην Προύσα, όπου διαδέχτηκε το θείο του Πλάτωνα. Ο θείος του και η μητέρα του, που ονομαζόταν Θεοκτίστη του ενέπνευσαν την αγάπη του προς το μοναχικό βίο.
Ο Θεόδωρος προσπάθησε να ανυψώσει το μοναχικό βίο, αλλά ενεπλάκη σε πολιτικές και εκκλησιαστικές έριδες με αποτέλεσμα να εξοριστεί τέσσερις φορές. Το 796 τιμωρήθηκε με ραβδισμό και εξορίστηκε για ένα έτος στη Θεσσαλονίκη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄, διότι αντιτάχτηκε στον παράνομο (δεύτερο) γάμο τού τελευταίου με τη συγγενή τού Θεοδώρου, τη Θεοδότη, την οποία είχε θαλαμηπόλο, κριτικάροντας παράλληλα τον Πατριάρχη Ταράσιο, που είχε ανεχτεί το γάμο.
Το 797 εγκαταστάθηκε στη Μονή Στουδίου της Πόλης, την οποία ανέδειξε σε κυψέλη κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας, συγκροτώντας συνεργεία αντιγραφής ιερών χειρογράφων. Τότε απέκτησε το προσωνύμιο Στουδίτης. Το 809 εξορίστηκε πάλι από τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄, διότι στηλίτευσε ως αντικανονική την εκλογή ως Πατριάρχη του αυτοκρατορικού μυστικοσυμβούλου Νικηφόρου και αρνήθηκε να επικυρώσει την άρση του αφορισμού του ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος είχε ευλογήσει τον παράνομο γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
Αργότερα εξορίστηκε για τρίτη φορά από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο, ως υπερασπιστής των εικόνων. Σε πείσμα του Αυτοκράτορα τέλεσε επίσημη λιτανεία των εικόνων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε να τις υπερασπίζεται με σθένος από τον τόπο της εξορίας του, παρά τους βασανισμούς που υπέστη. Εξορίστηκε για τέταρτη φορά από το Μιχαήλ Β΄ τον Τραυλό και πέθανε εξόριστος το 826 σε ηλικία 67 ετών.
Ετάφη στην Πρίγκηπο, αλλά το 844 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του στη Μονή Στουδίου. Υπήρξε υμνογράφος και συγγραφέας πολλών ασκητικών, θεολογικών και εκκλησιαστικών έργων, καθώς και επιστολών. Συνέθεσε μέρος του Τριωδίου με τον αδελφό του Ιωσήφ, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Σώζονται πάνω από 500 επιστολές του, κυρίως κατά των εικονομάχων, που αποτελούν σπουδαία πηγή για τη βυζαντινή εποχή του 9ου αιώνα. Οι μοναστικοί κανόνες που θέσπισε στη Μονή Στουδίου σταδιακά επεκράτησαν σε όλες τις μονές της Αυτοκρατορίας.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε· τοῖς ἱεροῖς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ
Πηγή: www.pemptousia.gr
Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού.
ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ
(Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κ. Νικολάου)
Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του.
Από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα, πιο σημαντικά που έχει να παρουσιάσει στην σύγχρονη ιστορία η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους είναι το διακριτικό πρόσωπο του για δέκα περίπου χρόνια ηγουμένου της π. Ιερωνύμου. Γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, φυτεύθηκε στο περιβόλι της Παναγίας και της αγιότητος και έδωσε τα άνθη των αρετών και τους καρπούς της αγιωσύνης του στο Μετόχι της Αναλήψεως.
Κάτω από την αγία Τράπεζα του Σιμωνοπετρίτικου παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ένα μικρό κιβώτιο διαφυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό και μοναδική παρακαταθήκη το υπόλειμμα της επίγειας παρουσίας και την υπόμνηση της ουράνιας πορείας, τα άγια λείψανα του εναρέτου ηγουμένου της.
Πίσω από το ιερό βήμα της «Αναλήψεως» ένα κενό μνήμα περιέχει το λίγο χώμα που αγκάλιασε το ελαφρό από την άσκηση σώμα και απορρόφησε τους τελευταίους ελάχιστους φυσικούς χυμούς ενός ανθρώπου γεμάτου πνεύμα, του αγίου οικονόμου της. Ο κόσμος που μέχρι σήμερα προσκυνά απλά και μόνον τον τόπο του και αναμειγνύει τα δάκρυα και τις προσευχές του με την απαλή αλλά βαθειά ανάμνησή του, επιβεβαιώνει την χάρη του και αποδεικνύει την αγιότητά του. Το άδειο μνήμα είναι γεμάτο από χάρη. Ο απών είναι παρών. Η μνήμη του δεν σβήνει στο παρελθόν· ζωογονεί το παρόν και ζωντανεύει το μέλλον.
Ο πατήρ Ιερώνυμος, κατά κόσμον Ιωάννης Διακογιώργης, γεννήθηκε το 1871, στο Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους προσήλθε στις 28 Οκτωβρίου 1888 και εκάρη μοναχός στις 21 Μαρτίου 1893, Κυριακή των Βαΐων. Τον Φεβρουάριο του 1914 γίνεται προϊστάμενος, στις 11 Απριλίου 1920 χειροτονείται διάκονος, στις 12 Απριλίου του ιδίου έτους πρεσβύτερος και στις 20 Απριλίου 1920, Κυριακή των Μυροφόρων, ενθρονίζεται ηγούμενος της μετανοίας του. Στις 15 Ιουνίου 1931 εξορίζεται στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και σε τρεις μήνες αποστέλλεται στην «Ανάληψη» Αθηνών. Το έτος 1937 του προτείνεται η επιστροφή στον ηγουμενικό θρόνο της Μονής, αλλά διακριτικά αυτός το αρνείται και σε είκοσι χρόνια, στις 7 Ιανουαρίου 1957 (ανήμερα των Χριστουγέννων με το παλαιό ημερολόγιο), αφήνει την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε 17 χρόνια στην πατρίδα του, την Μικρά Ασία, 43 χρόνια στην Μονή της μετανοίας του, την Σιμωνόπετρα, και 26 χρόνια στην λυχνία του, την «Ανάληψη».
Αυτό είναι το λιτό περίγραμμα της χρονικής διαδρομής ενός αιώνιου ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτόν τον σκελετό οικοδομήθηκε η περιπλοκότητα της απλής ζωής του π. Ιερωνύμου και βρήκε έκφραση η μυστική ομορφιά του προσώπου του. Μαζί μ’ αυτό, το μικρό σώμα του με τις ποικίλες ταλαιπωρίες και ασθένειές του και οι σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες των γεγονότων της ζωής του συνθέτουν την ορατή εικόνα του που, παρά την απλότητα και σεμνότητά της, προϊδεάζει για κάτι το μεγαλειώδες, για κάτι το μοναδικό, για κάτι το άγιο. Ο πατήρ Ιερώνυμος δεν είναι αγιορείτης προηγούμενος που κάποτε ήταν οικονόμος της «Αναλήψεως». Είναι ο άγιος που και σήμερα οικονομεί την Σιμωνόπετρα και την «Ανάληψη» και πάντα κοσμεί την Εκκλησία.
Ζωή και γεγονότα
Οι ρίζες του π. Ιερωνύμου ήταν Μικρασιατικές. Μεγάλωσε συντροφιά με την βαθειά πίστη και ευλάβεια των γονέων του, την ζωή της Εκκλησίας, τους αγίους, τα ζωντανά σημεία και θαύματα του Θεού, αλλά και την φτώχεια, τις ασθένειες, τις κακουχίες. Οι επισκέψεις στους επιζώντες αγίους -δώδεκα μόλις ετών πηγαίνει στην Χίο και παίρνει την ευχή και την γεύση της προόρασης του οσίου Παρθενίου της Χίου (1815-1883)-, η προσφυγή και ζώσα επικοινωνία με τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και τα προσκυνήματα, η επαφή με τα σαρανταλείτουργα, τις νηστείες και τα λειτουργικά κείμενα -από επτά ετών εγνώριζε τους Χαιρετισμούς απ’ έξω-, η εξοικείωση με τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις του Θεού -ο ίδιος από μικρός είχε θαυματουργικά θεραπευθεί από βαρειές παθήσεις και ασθένειες-, η φυσική κλίση του σε κάθε τι ιερό, εκκλησιαστικό, μοναχικό, τα ιδιώματα και χαρίσματα του χαρακτήρος του -ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, βαθύς, ευφυής-, οι ευχές των εκλεκτών γονέων του και πάνω απ’ όλα η χάρις του Θεού, απετέλεσαν τα γερά θεμέλια και τις βάσεις της μετέπειτα αγίας και μοναχικής πορείας του.
Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έχοντας ξεκάθαρα αισθανθεί την κλήση του, κάνει το μεγάλο βήμα της αυτοεξορίας και αποταγής του. Εγκαταλείπει την ευλογημένη πατρίδα και οικογένειά του και πολιτογραφείται στην κοινωνία των μοναχών. Αφήνει την μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, διαβαίνει την Ερυθρά θάλασσα της ματαιότητος αυτού του κόσμου, «ανταλάσσεται την ουράνιον βασιλείαν της επιγείου» και έρχεται στην χερσόνησο του Αγίου Όρους, που διεισδύει πιο πολύ στον ουρανό απ’ όσο στην θάλασσα, με σκοπό να γευθεί περισσότερο την χάρη του Θεού απ’ όσο να αξιοποιήσει τα πολλά χαρίσματά του.
Η Μονή που τον φιλοξενεί είναι η μονή των συμπατριωτών του από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας· είναι η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, που μοιάζει σαν γαντζωμένο στον βράχο να προσπαθεί να ανεβεί στον ουρανό.
Στην Σιμωνόπετρα θα μείνει συνολικά 43 χρόνια κάνοντας όλα τα διακονήματα, από αυτό του κελλάρη και του κονακτσή μέχρι και του ηγουμένου, και καλλιεργώντας σε μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές από την υπομονή, την ταπείνωση και υπακοή, την αφάνεια και την σιωπή μέχρι την ανυποχώρητη άσκηση και εγκράτεια, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανεξικακία, την απαντοχή στις συκοφαντίες, την φιλοπτωχεία και αφιλοχρηματία.
Η επιμέλεια και η προθυμία του είναι απαράμιλλες. Μόλις βρίσκει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τον αξιοποιεί με μελέτη και πνευματική ενασχόληση στην βιβλιοθήκη της Μονής. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμμία ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.
Όπως γράφει το 1911 σε μνημειώδη επιστολή του από την «Ανάληψη» στον τότε ηγούμενο Ιωαννίκιο: «Εάν δε αποφεύγω μάλλον ή επιποθώ την εν τη ιερά Μετανοία ημών διαμονήν και εξακολούθησιν γνωρίζει ο Θεός την συνείδησιν, οι δε πολλοί λόγοι είναι περιττοί. Είναι αρκεταί, γέροντα, αι λοιπαί μή ακριβείς τηρήσεις των καθηκόντων μου, τάς οποίας αισθάνομαι επιβαρυνούσας με, το δε να προσθέσω και την σωματικήν απομάκρυνσίν μου από την νοσσιάν μας, διότι πνευματική τοιαύτη δεν μοί είναι τόσον εύκολος, μοί είναι υπερμέτρως βαρύ, εάν μή συμφέρον και λόγοι προόδου των της Ιεράς ημών Μονής κτημάτων, υπό τους πατρικούς πάντοτε ορισμούς και διαταγάς Σας, με διαθέσωσι» (22.9.1911).
Αυτή η προσοχή στην ζωή του, ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στην Μονή και στους προϊσταμένους του τον παρακολουθούν μέχρι βαθέος γήρατος. Η μεγάλη προκοπή του στο Μοναστήρι, η επιτυχής διεκπεραίωση των διακονημάτων που του ανατίθενται και κυρίως η σεμνότητα, η πραότητα, και η εν γένει αρετή του τον κάνουν αφ’ ενός μεν πολύ αγαπητό και σεβαστό, αφ’ ετέρου δε, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απάντησή του είναι πάντοτε η σιωπή και η ανεξικακία.
Εκείνο που πολύ τον στηρίζει είναι η σχέση κοινωνίας που αναπτύσσει με τους αγίους της Εκκλησίας. Η αγάπη του προς τον άγιο Δημήτριο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο είχε τις ρίζες της στην παιδική του ηλικία και η αμεσότητά της είχε ως συνέπεια να ζήσει θαυματουργικές θεραπείες με την βοήθεια και των δύο. Έτσι ο άγιος Δημήτριος τον θεράπευσε από επώδυνα πρηξίματα των ποδιών, όταν ήταν μικρός, ο δε άγιος Ιωάννης στην αρχή της μοναχικής του ζωής, το 1897, από κήλη. Αυτό όμως που κυρίως του πρόσφεραν δεν ήταν τόσο η θεραπεία του όσο η αίσθηση της παρουσίας τους. Αυτή η αίσθηση είναι που του καλλιεργούσε την συνεχή επαφή μαζί τους και του έδινε την δύναμη, μέσα στις καθημερινές φροντίδες για την Μονή του, να μην χάνει την επικοινωνία του με τον επέκεινα κόσμο.
Η αγάπη του προς τους αγίους ήταν τόση ώστε ευδόκησε ο Θεός και γνώρισε, όπως προαναφέραμε, λίγο πριν από την κοίμησή του τον ασκητικότατο όσιο Παρθένιο της Χίου, συνδέθηκε δε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο Πλανά.
Αυτή η έντονη αγιοφιλία του βρήκε έκφραση ποιητική μέσα από το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός να ψάλλει και να υμνογραφεί. Έτσι αμέσως μετά την μοναχική κουρά του, το 1893, γράφει «οκτώ κανόνες κατ’ ήχον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου» αναπληρώνοντας αυτούς που κάηκαν κατά την πυρκαϊά του 1891. Το 1896, συνθέτει παρακλητικό κανόνα στους αγίους της Μονής, Σίμωνα τον Μυροβλύτη και Μαρία την Μαγδαληνή, που εκδίδει αργότερα, το 1924, μαζί με τις ασματικές ακολουθίες τους και τους οκτώ κανόνες του οσίου Σίμωνος.
Το 1902 γράφει και μελοποιεί ακολουθία του οσίου Εφραίμ του Σύρου και συμπληρώνει διάφορες άλλες ελλειπείς, μεταξύ των οποίων και τις ακολουθίες των αγίων Νεοφύτου και Ιωαννικίου, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι γεροντάδες του, του αγίου Ιερωνύμου και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
Την υμνογραφική του δοξολογία συνεχίζει όντας σε εξορία με παρακλητικό κανόνα στον Μέγα Αντώνιο, Χαιρετισμούς στους αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο, Παύλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιο και Βάκχο, συμπληρώματα σε ακολουθίες άλλων αγίων που τα τίμια λείψανά τους θησαυρίζονται στην Σιμωνόπετρα, ικετηρίους και προσευχητικούς στίχους στον Κύριο, την Παναγία και διαφόρους αγίους και κυρίως με την ανελλιπή καρδιακή συμμετοχή του στις καθημερινές ακολουθίες και την αδιάλειπτη προσευχή.
Η συνύπαρξη πολλών και σπανίων αρετών με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα, όπως ήταν φυσικό, τον ξεχώρισαν μέσα στην αδελφότητα. Ήδη η ακτινοβολία του είχε αρχίσει να γίνεται παναγιορειτική και σιγά σιγά πανελλαδική, η δε αναγνώρισή του σχεδόν καθολική. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και γέροντάς του Ιωαννίκιος, ύστερα από βαρειά ασθένεια εγκατέλειπε αυτόν τον κόσμο, ομόφωνη ήταν η απόφαση των πατέρων της Μονής, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του μακαριστού γέροντος, την σοφή υπόδειξη του λογίου μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου αλλά και το κοινό αισθητήριο των αγιορειτών πατέρων, ο π. Ιερώνυμος να εκλεγεί διάδοχός του.
Αξίζει να τονισθεί ότι στην ζωή του ποτέ δεν εζήτησε ούτε πολύ περισσότερο διεκδίκησε κάτι. Πάντοτε περίμενε υπομονετικά και αρνιόταν κάθε τιμή και διάκριση. Γι’ αυτό και αυτός που ήταν γεννημένος ιερομόναχος και πνευματικός, μέχρι την στιγμή της εκλογής του ως ηγουμένου, το 1920, σε ηλικία 49 ετών, παρέμεινε απλός μοναχός. Ενώ τον παρακαλούσαν να χειροτονηθεί αυτός δίσταζε να συναινέσει. Ήλθε λοιπόν η ώρα και υποχρεώνεται πλέον σε χειροτονία. Στις 11 Απριλίου του 1920, χειροτονείται διάκονος και την επομένη πρεσβύτερος και χειροθετείται αρχιμανδρίτης και πνευματικός από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο.
Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέρχεται από την Μονή και επισκέπτεται την Αθήνα, όπου ως ηγούμενος πλέον λειτουργεί για πρώτη φορά στο αγαπημένο του μετόχι, την «Ανάληψη». Ένα μήνα πριν κοιμηθεί ο αγαπητός και γνωστός του από το 1898 επίσκοπος Πενταπόλεως, ο άγιος Νεκτάριος, αξιώθηκε να τον επισκεφθεί και στο νοσοκομείο, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, στις 11 Οκτωβρίου 1920.
Έτσι, με τις ευλογίες του αγίου, με τις ευχές της Ιεράς Κοινότητος και όλου του αγιορειτικού κόσμου, κυρίως δε με την σκέπη του προστάτου του αγίου Ιερωνύμου και των εφόρων της Μονής του, αγίας Μαρίας Μαγδαληνής και αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, σηκώνει το βάρος της ηγουμενίας και τον σταυρό της ιερωσύνης στην ηλικία των 50 περίπου ετών. Και, ενώ ξαφνικά αναλαμβάνει αξιώματα και γίνεται αποδέκτης μοναδικής τιμής, τίποτε δεν αλλάζει στην προσωπική ζωή του. Συνεχίζει να είναι το ίδιο απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός, όπως πρώτα. Η ηγουμενία του διακρίνεται από πνευματική καρποφορία, λιτότητα, φιλοξενία και ελεημοσύνη, εργατικότητα, επιμέλεια, και εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
Η εξορία
Το 1924 γίνεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση και στην εορτή του Ευαγγελισμού λειτουργεί για πρώτη φορά με το νέο ημερολόγιο στο Μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό γεννά έντονη αντίδραση στην Μονή, ώστε, όταν επιστρέφει, να του απαγορευθεί από μια ομάδα μοναχών η είσοδος στον ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπομένει χωρίς να υποχωρεί στις θέσεις του, μια και πιστεύει ότι το θέμα προκαλείται από κάποιους «οίτινες εκ δοκησισοφίας παραπλανηθέντες και αδιακρίτως εμόμένουν μετά πεισμονής εν οίς ουκ έόδει και νομίζοντες ότι έχουν το δικαίωμα να κρίνωσι και να επικρίνωσι…».
Το ημερολογιακό θέμα αφ’ ενός, που οφείλετο στον αδιάκριτο ζήλο ορισμένων, και ο έντονος τοπικισμός αφ’ ετέρου, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε μοναχούς από άλλα μέρη πλην της δικής τους περιοχής, της Μικράς Ασίας, όπως επίσης η αφιλοχρηματία και ελεημοσύνη του γέροντος και κυρίως η ακατανόητη για τους πατέρες πνευματική του ζωή, τον κατέστησαν «βαρύν και βλεπόμενον» (Σοφ. Σολ. Β΄ 14) με αποτέλεσμα, ύστερα από μια ενδεκαετή ηγουμενική περιπέτεια, να συκοφαντείται μέσα από το μοναστήρι του για οικονομική κακοδιαχείριση, και με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος, στα τέλη του Ιουνίου του 1931, να εξορίζεται για έξι μήνες στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου.
Αυτός, κατά το πρότυπο του Κυρίου «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ουκ ανοίγει το στόμα αυτού». Πράγματι όμως «την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. νγ΄ 7). Οι πατέρες της Μονής Κουτλουμουσίου του συμπεριφέρονται με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνωρίζουν ως άγιο. Εκείνος ομολογεί πως υποφέρει για τις αμαρτίες του.
Η Ιερά Κοινότητα εμμέσως αναγνωρίζοντας την αθωότητά του διακόπτει την εξορία του και στους τέσσερις μήνες τον αποστέλλει στην «Ανάληψη» «ως πεπειραμένον πνευματικόν ίνα διά του καλού αυτού παραδείγματος πολλάς ψυχάς παραστήση τω Χριστώ σεσωσμένας». Η άδικη τιμωρία του οδηγεί στον κατά Θεόν δοξασμό του· στην φανέρωση και αξιοποίηση των ταλάντων του, στο ξεδίπλωμα των αρετών και της χάριτός του. Εκεί πλέον κάνει την δεύτερη μεγάλη αποταγή του. Ζεί για 26 ολόκληρα χρόνια, από 60 μέχρι 86 ετών, ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ ξανά να επιστρέψει σε αυτό. Κάνει τον τόπο της εξορίας του χώρο της διακονίας του και μεταφέρει το γνήσιο Άγιον Όρος στον λόφο της «Αναλήψεως», γίνεται ο ίδιος όρος άγιο στο οποίο οι άλλοι προσέρχονται.
Όταν μάλιστα το 1937, ο κατά σάρκα αδελφός του, μοναχός Μάξιμος Σιμωνοπετρίτης μεσολαβεί για να επιστρέψει πάλι, αποκατεστημένος και δικαιωμένος πλέον, ως ηγούμενος στην Μονή, εκείνος ευγενικά αποποιείται την τιμή με μια ιδιαίτερα σεμνή τηλεγραφική απάντηση: «αναμετρών ευσυνειδήτως διττάς δυνάμεις συνορώ ανεπαρκείς μάλλον. Δεν απειθώ. Αδυνατώ υποψηφιότητα διότι καθιστώ εμαυτόν βαρυτέρως υπεύθυνον. Γράφω. Ιερώνυμος.» Αυτό το τηλεγράφημα ακολουθείται από μια αναλυτική επιστολή μνημειώδη για την ταπείνωση και το ήθος της, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει:
«Εις απάντησίν μου ταύτην προέβην ουχί βεβιασμένως και εν συναρπαγή αλλά μετά πολλήν μελέτην και εξέτασιν του εαυτού μου, καλώς και επακριβώς αναλογιζόμενος την τε υποχρέωσιν και ευθύνην, και το βάρος της ευθύνης ην υπέχω αποδεχόμενος την αδελφικήν υπόδειξιν και σύστασίν σας, και της οποίας τον όγκον και το βάρος μή δυνάμενος να σηκώσω εις τους διττώς ασθενείς ώμους μου, εάν αποδεχθώ και αναλάβω, θα εμπέσω εις περισσότερον κρίμα και έσομαι καταγέλαστος. Όπερ δεν είναι φρόνιμον, καθόσον εγώ βλέπω και ανομολογώ. Και την μέν Ι. ημών Μετάνοιαν ουδόλως θα ωφελήσω, εμέ δε τα μέγιστα θα ζημιώσω, μή δυνάμενος να αντεπεξέλθω κατά το χρέος μου και καθήκον προς όσα η θέσις και η μεγάλη τωόντι διακονία απαιτεί και προσεπιβάλλεται εις τον αναδεχόμενον το πράγμα. Οίδα ο λέγω. Επαναλαμβάνω και ανομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος, και δεν αναδέχομαι, διότι δεν δύναμαι να σηκώσω το βάρος του υπουργήματος, και παρακαλώ να μή παρεξηγηθώ ως αντιπειθαρχικός διότι δι’ εμέ η απείθεια είναι ανιαρά και επίμεμπτος. Το να με ανακαλέσητε από το εδώ διακόνημα, παρ’ υμίν κείται. Αλλά και εις την Μονήν ερχόμενος δεν θα δυνηθώ να αναλάβω ηγουμενείαν δι’ ους λόγους αναφέρω ανωτέρω. Εις δε την Σεβαστήν επιστολήν Σας, μοί δίδεται να εννοήσω ότι η εδώ υπηρεσία μου δεν ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα της Μονής, ουδέ την ικανοποιεί. Εις αυτό αποκρίνομαι ταπεινώς χωρίς ποτέ να καυχηθώ. Πέπεισμαι και είναι βέβαιον ότι ουδέν άλλο εργάζομαι ειμή την υπακοήν και αυτήν την αξιοπρέπειαν της Μονής, εξυπηρετών αυτήν, θεία χάριτι συμβάλλων ως ετάχθην κατά δύναμιν εις την ωφέλειαν και σωτηρίαν των προσερχομένων αδελφών μας χριστιανών, το οποίον βεβαίως δεν είναι μικρόν συμφέρον και περιουσία εις την Μονήν, η σωτηρία δηλαδή τόσων ψυχών, ως είπεν ο Κύριος, και η πληροφορία είναι φανερά. Η δε εδώ αποστολή μου είναι αυτό τούτο και ουδέν άλλο. Και δι’ όσα μέν αναφέρετε εις την επιστολήν, να μοί αποδοθή το δίκαιον και λοιπά, ευχαριστώ θερμώς. Αλλά δι’ εμέ, τον ελάχιστον μεταξύ των αδελφών, δίκαιον και εάν με αγαπάτε, καθώς τούτο γίνεται φανερόν, είναι να θελήσητε όχι να με επιφορτήσητε, αλλά να με απαλλάξητε από το βάρος το οποίον δεν δύναμαι να σηκώσω…»
Επίγειος Άγγελος
Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε πλέον τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρι Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του.
Αυτά που προσφέρει είναι παράδειγμα, παραμυθία και μοναχική παρακαταθήκη. Η ελεημοσύνη του είναι παροιμιώδης. Πρόσφερε αδιακρίτως σε όποιον του ζητούσε. Άνοιγε το συρτάρι και ό,τι έπιανε έδινε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον πλησιάσει κάποιος και να φύγει με άδεια χέρια. Ο ίδιος υπερβολικά λιτοδίαιτος, αυστηρός νηστευτής, υποδειγματικά ολιγαρκής και αυτάρκης. «Πτωχός εκ πτωχών γονέων», όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του. Όταν εκοιμήθη, βρέθηκαν μόνον επτά δραχμές στο συρτάρι του!
Ακολουθούσε ανυποχώρητα το ασκητικό πρόγραμμα που για δεκαετίες έζησε στο Άγιον Όρος, με κάθε του υπερβολή και ακρότητα μέσα στην Αθήνα. Καθ’ όλες τις ενδείξεις δεν κοιμόταν σε κρεββάτι, απέφευγε και τις πιο κρύες μέρες να ανάψει την θερμάστρα, αγρυπνούσε κάθε βράδυ στον ναό ή στο κελλί του, στην θεία λειτουργία μέχρι τα βαθειά του γεράματα απέφευγε να καθίσει, παρά το βάρος των ασχολιών του συμμετείχε σε όλες τις ακολουθίες από την αρχή είτε λειτουργώντας, είτε ψάλλοντας, είτε κηρύττοντας.
Αλλά και τα καλοκαίρια, μέσα στην αφόρητη πολλές φορές ζέστη της Αθήνας, δεν αποχωριζόταν εύκολα το κελλάκι του. Αυτός ήταν ο τόπος του. Εδώ κατέθετε τους θησαυρούς των προσευχών του, εδώ φανέρωνε τα πετράδια των σοφών λόγων του, εδώ αξιοποιούσε την αγάπη της καρδιάς του. Συχνά τον παρακαλούσαν να βγεί λίγο στην αυλή να δροσισθεί. Κι εκείνος με αδιαπραγμάτευτη σιγουριά εξουδετέρωνε κάθε περιθώριο υποχωρήσεως λέγοντας κοφτά: «Δροσιά για τον μοναχό είναι το κελλί του».
Δίπλα σ’ αυτά, αυτές οι βαθειές αρετές της μυστικής εσωτερικής ζωής του που την μεταμόρφωναν σε μυστήριο· σιωπή στην πρόκληση, υπομονή στον διωγμό και την συκοφαντία, απαντοχή στους περιορισμούς, αδιατάρακτη προσοχή, απουσία φόβου, αδιάλειπτη προσευχή, συνεχής ταπείνωση. Η κακία, η ταραχή, ο φόβος, ο θυμός και η εκδίκηση του ήταν άγνωστα και ως λέξεις ακόμα.
Όλο αυτό το δυναμικό το αντλούσε μέσα από την βίωση και την εντρύφηση της ασκητικής μοναχικής παραδόσεως. Αν και διώχθηκε άδικα από τους αδελφούς του μοναχούς, η αγάπη του γι’ αυτούς και τον μοναχισμό έμεινε αδιάπτωτη και ανόθευτη.
Η μητέρα του εκοιμήθη ως μοναχή Μελάνη. Ο αδελφός του ήταν Σιμωνοπετρίτης με το όνομα Μάξιμος, οι δε τρεις αδελφές του έγιναν επίσης μοναχές, Μαγδαληνή, Μελάνη και Κασσιανή. Δεν είναι όμως μόνον η φυσική του οικογένεια που φόρεσαν τα ράσα· είναι και η καινούργια πνευματική του οικογένεια που αγκάλιασε το μοναχικό σχήμα. Ως ηγούμενος προέβη στις κουρές αρκετών μοναχών, το δε πέρασμά του από την «Ανάληψη» και ως επισκέπτου τα πρώτα χρόνια (1908-1920), και ως ηγουμένου αργότερα (1920-1931), και ως οικονόμου στην συνέχεια (1931-1957), ξύπνησε, καλλιέργησε και ενεργοποίησε πλήθος μοναχικών κλήσεων, μια που, όπως λέγεται, ο ίδιος έκανε περίπου τριακόσιες κουρές ευλαβών γυναικών, πράξη για την οποία παρεξηγήθηκε και κατ’ επανάληψιν συκοφαντήθηκε και διώχθηκε. Μεταξύ αυτών δέχθηκαν να ασπαστούν τον μονήρη βίο το ζεύγος Μωραϊτίδη και να ενδυθούν το μοναχικό τριβώνιο.
Ο π. Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο «γέροντας»· ήταν και πατέρας. Η αγάπη του προς τον μοναχισμό δεν τον εμπόδιζε καθόλου να διακρίνει τα προβλήματα της καθημερινότητος. Κοντά του έβρισκαν καταφύγιο μικροί και μεγάλοι, άπιστοι και ευλαβείς, μορφωμένοι και αγράμματοι, σημαίνοντες και άσημοι, άνθρωποι με φυσικές αρετές και άλλοι μπερδεμένοι με τους λογισμούς και τα πάθη τους. Όλοι μουτζουρωμένες εικόνες του Θεού, που αυτός ως καλός συντηρητής έπρεπε να καθαρίσει. Να τους μεταβάλει σε εικόνες που θα δείχνουν τον Θεό και θα βλέπουν τον Θεό. Αυτή ήταν η αποστολή του.
Μέσα στην Αθήνα διατήρησε στον εαυτό του την μοναχική ζωή και στους άλλους, στην δυσκολότερη ίσως εποχή, ενέπνευσε τον μοναχικό πόθο. Παράλληλα όμως αγκάλιασε και τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη. Συνδύασε την ησυχία με την δράση, τον μοναχισμό με την προς τον αδελφό διακονία, τον δικό του αγώνα με την σωτηρία των αδελφών του. Γι’ αυτό και στην εποχή του ήταν ο πνευματικός της Αθήνας.
Σαν πνευματικός δεν αποδείκνυε· αποκάλυπτε. Δεν μιλούσε με επιχειρήματα· σε ειρήνευε και σε «πληροφορούσε» με αγάπη. Η δική του βεβαιότητα και ειρήνη γινόταν δική σου βεβαίωση και ειρήνευση. Η αγάπη του ήταν συμπαθής και ανθρώπινη, αλλά δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Ένοιωθες ότι η προσευχή του ήταν ενεργός. Δεν ήταν απαρίθμηση λέξεων για σένα, δεν ήταν τόσο το ανθρώπινο αίτημα, όσο η διαρκώς διαπιστούμενη απάντηση του Θεού στην ζωή σου. Δεν συγχωρούσε μόνον τις δικές σου αμαρτίες αλλά και τις φορτωνόταν. Ο λόγος του δεν ήταν η δική του διδασκαλία ή συμβουλή σε σένα, αλλά το ξύπνημα της δικής σου ανάγκης, το ξέσπασμα της δικής σου ανάσας. Με τις λιγότερες λέξεις, με την ελάχιστη παρέμβαση, ξυπνούσε αναξιοποίητες δυνατότητες και ανέσταινε άγνωστες προοπτικές στην ζωή των πνευματικών τέκνων του. Δεν φανέρωνε μόνον τον δρόμο τους, αλλά υποδηλωνόταν και η δική του κατάσταση. Δεν ήταν καλός οδηγός· ήταν αληθινός συνοδοιπόρος.
Αυτό που άφησε πίσω του ως εικόνα και αίσθηση του προσώπου του περιγράφεται θαυμάσια από τον λόγιο βιογράφο του αγιορείτη Γέροντα Μωϋσή:
«Ο Γέροντας ήταν πολύ απλός. Κοντός στο ανάστημα. Παρά τ’ ότι ήταν λίγο ευτραφής φαινόταν εξαϋλωμένος και το βλέμμα σου τον διαπερνούσε. Το πρόσωπό του ήταν συνήθως φωτεινό και αυστηρό, σοβαρό και με καλωσύνη. Ποτέ δεν αποχωριζόταν τον καλογερικό του σκούφο. Οι αχνές ρυτίδες του προσώπου του είχαν μια φυσικότητα. Τα μάτια του βαθουλωτά, κυττούσαν συνήθως χαμηλά και είχαν σπάνια φωτεινότητα. Δυσκολευόσουν αρκετά να τον δείς κατάματα. Συχνά φορούσε απλά ματογυάλια. Το βλέμμα του είχε επιείκεια, ζεστασιά και σε πρόσεχε με μια ακριβή αγάπη. Το χαμόγελό του είχε μια ιδιαίτερη ωραιότητα. Τα γένια του άσπρα, και στην μέση χωρίζανε λίγο. Συνήθως ήταν ωχρός. Ένας απλός ιερομόναχος, με καθαρά ρούχα και υποδήματα. Με έντονα τα ιδιαίτερα πατρικά χαρίσματα, αγαθότητα, ηρεμία, διάκριση και συμπάθεια. Ο χαρακτήρας του προσώπου του γενικά, υπογραμμισμένος από την λευκότητα των διάχυτων μαλλιών του, η απλότητα των ενδυμάτων και των λόγων του, η χάρη των νοημάτων του από θερμές φράσεις γίνονταν βιβλίο βοηθείας στους αναγκεμένους. «Στολισμός γάρ ανδρός και βήμα ποδός και γέλως οδόντων αναγγελεί τα περί αυτού». Βλέποντάς τον να ζή μέσα σε μια συνεχόμενη και αδιατάρακτη πραότητα και γαλήνη, αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, τον απλό γέροντα, αναφωνούσες στα μύχια σου· «Καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου…» (Μωϋσέως μοναχού, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – Ο Γέρων της Αναλήψεως», Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 1982, σσ. 226-7).
Ο πατήρ Ιερώνυμος έζησε ως επίγειος άγγελος, ουράνιος άνθρωπος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν ἐν Ἄθῳ πατέρων τὸ ἐγκαλλώπισμα, καὶ τοῦ σεπτοῦ κοινοβίου, Σίμωνος Πέτρας βλαστός, ἀνεδείχθης ἐπ' ἐσχάτων Ἱερώνυμε, σὺ γὰρ ἀνῖσχες ὡς φωστήρ, ἐν τῷ ἄστει Ἀθηνῶν, φωτίζων πιστῶν τὰ πλήθη· καὶ νῦν μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀνυμνούντων σε.
Υποσημείωση Γραμματείας Ι. Μ. Λήμνου & Αγ. Ευστρατίου
Ο Όσιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης ανέπτυξε ιδιαίτερο σύνδεσμο με το νησί της Λήμνου, καθώς οι κάτοικοι του Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας, γενέτειρας του Οσίου, κατά την Μικρασιατική Καταστροφή μετοίκησαν στη Λήμνο, στη σημερινή κοινότητα του Αγίου Δημητρίου. Γι’ αυτό το λόγο ο Όσιος Ιερώνυμος πραγματοποιούσε αρκετά ταξίδια στη Λήμνο επισκεπτόμενος τους συμπατριώτες του, με σκοπό να τους ενισχύει πνευματικά δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως και να διατηρεί ουσιαστική επικοινωνία μαζί τους.
Η μνήμη του τιμάται στις 9 Μαΐου.

ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
1280-1349 μ.Χ.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, εκδ. Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007.
Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος τους εγκωμιάζει θαυμάσια.
ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
Ο Όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος τους εγκωμιάζει θαυμάσια. Ο όσιος ονομαζόταν κατά κόσμον Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά την αρετή, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και την ταπείνωση, ώστε ήταν σε όλους πολύ αγαπητός.
Νέος αφήνει πατρίδα, γένος, υπόληψη και πατρική αγάπη και έρχεται στο Άγιον Όρος. «Εισέρχεται στον ιερό Άθωνα, τον όντως χρυσό και αγαπητό Άθωνα, τον πρόξενο των καλυτέρων αγαθών σε μένα απ’ οτιδήποτε άλλο» κατά τον άγιο βιογράφο του. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντος στην περιοχή των Καρυών σε κελλί Βατοπαιδινό. Στην κουρά του λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε καρτερικά την αυστηρότητα του Γέροντος του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, η ορθοστασία, η δέηση τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας του ήταν λίαν αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ήταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συνασκητές του και χαίρονταν τη συνομιλία του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη. Βλέποντας πως δεν εισακούεται, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν. Χαρακτηριστικά γεγονότα φανερώνουν το μέγεθος της ανυπόκριτης φιλαδελφίας του, όταν σε μακρά οδοιπορία λαβαίνει στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό του συνοδοιπόρο του. Λόγω επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντάς του αναχωρεί με άλλους πατέρες για μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος μη θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει στην Κύπρο.
Μετά από θερμή και ένδακρυ προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, απορρίπτοντας όλα τα ρούχα του και περιφερόμενος στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε να τρώει μία φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλία και γνωριμία. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, υπερφυή, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Έτσι όμως έγινε θαυμαστός στους αγγέλους και μισητός στους δαίμονες. Ο σοφός περιφερόταν ως άσοφος και μωρός διά Χριστόν κατά τον θειο Παύλο. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι το μυστικό αγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τα αγωνίσματα του πολεμούσε τη μαλθακότητα της ηδονής, την παραδοξότητα της αλαζονείας, τη θρασύτητα της υπεροψίας και την κακότητα της εμπάθειας. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατ’ αυτού ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Ο δαίμονας όταν έβλεπε οι έντεχνες παγίδες του να καταστρέφονται από τον επιτήδειο ασκητή, του έσπερνε μύριους δεξιούς λογισμούς περί υψηλής αγιότητός του και απομακρύνσεως από την οδό που βαδίζει μέσα στον κόσμο με τόσες περιπέτειες. Μα δεν κατάφερε τίποτε να κερδίσει από τον ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ως απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, τη νήψη, την προσευχή και την ταπείνωση. «Έφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ως άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον άνθρωπο του Θεού, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη μεγαλόνησο, όπου έζησε πολύ καιρό με υπερθαύμαστους άγώνες.
Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρησή του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων πανίερων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το θεοβάδιστο όρος Σινά ως αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια πέραν του Ιορδάνου προσευχόμενος θερμά και αδιάλειπτα. Οι δαίμονες ξεσήκωσαν δυνατό πόλεμο εναντίον του ακατάφερτα, αφού είχαν να κάνουν με άφοβο και γενναίο αθλητή του πνεύματος, που δεν κάμπτεται και δειλιάζει εύκολα. Παρά τη σωματική του καχεξία, την αδυναμία και τους δαιμονικούς δαρμούς, η καρδιά του μένει προσηλωμένη στον Κύριο της δόξης, που τον αξιώνει άρρητης θεοψίας και θείας φωτοχυσίας. Η αγάπη του ήταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Ο Θεός όμως τον φανέρωνε προς ωφέλεια πολλών, που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο άγιο.
Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε άρρητο φως και αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν πλησίον του θανάτου, αλλά υπήρξαν αγγελοφάνειες κι ανείπωτες θείες παραμυθίες. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δουν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στη φίλη ησυχία και προσευχή, αντιστεκόμενος σταθερά στις δαιμονικές πλεκτάνες. Οι δαίμονες τα έχασαν μαζί του με τη μόνιμη ανδρεία στάση του και την υπέρμετρη άσκησή του. Δεν ήξεραν τι άλλο φοβερό να του κάνουν. Συνεχώς τους καταντρόπιαζε. Τελικά τον άφησαν ήσυχο, αφού είδαν ότι ο εναντίον του πόλεμός τους τον έκανε αγιώτερο. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νόμιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό μέσα σε απειρόκαλο φως και γέμισε από ανεκλάλητη ευφροσύνη, γενόμενος υιός φωτός, συνομιλητής αγγέλων, φωτοφόρος και θεοφόρος, φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, μακάριος για την καθαρότητα της καρδιάς του, λαμβάνοντας την παύλεια υιοθεσία και γευόμενος το άκτιστο θαβώρειο φως, ως πιστός μαθητής του Κυρίου. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στο δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Και άλλοτε πραγματοποίησε το ίδιο θαύμα.
Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπερθαύμαστο και υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως, που κατανύσει τους πάντες και τους κάνει να τον τιμούν και να τον μεγαλύνουν. Έτσι ως φυγόδοξος έφυγε ξανά για μακρυά.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε σιωπηλός και ήλθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε μακάρια αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Έλυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα ήταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το ύφος και το ήθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. Είχε πλούσια βιώματα από τη νήψη και τη θεωρία, που γίνονταν αντιληπτά από τη χαρά του και τα πολλά του δάκρυα. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ήσυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ήταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341-1347) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και επί μία εξαετία αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περί ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οι ένδακρεις προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ήταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ήταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και υποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας κατόπιν ουρανίων αποκαλύψεων έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός επιτιμητής του δεύτερου Ιούδα και Αρείου, Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ήταν σύμβουλος του αυτοκράτορος Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ως πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά επί ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει το σαλό, τον αμαθή, να σιωπά. Έφθασε, κατά το βιογράφο του, στην ακρότητα όλων των αρετών και έγινε υπερφυής συμμέτοχος στη αγγελική εκείνη αϋλία και καθαρότητα, χωρίς καν να υστερήσει. Ως απαθής έφθασε στην αρίστη ταπεινοφροσύνη και στο μέγα της αγάπης μυστήριο. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349.
Πράγματι η βιογραφία του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια, το όποιο γράφθηκε προς ενίσχυση των συγχρόνων και πνευματική ανάταση των μοναχών. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.
Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840, όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο του κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Του απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και τοϋ είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, αλλά Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Ευδόκιμον».
Ο όσιος Σάββας δεν αναφέρεται στους συναξαριστές.
Η μνήμη του τιμάται στις 11 Οκτωβρίου και στις 15 Ιουνίου, την Τετάρτη της Διακαινησίμου μετά των Σιναϊτών Αγίων και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν οἰκουμένην, ὑψοποιῷ τῇ ταπεινώσει κοσμούμενος, Βατοπαιδίου Μονῆς σεμνολόγημα, και Ὄρους Ἄθω καλλονὴ καὶ ὡράισμα· Σάββα πάνσοφε, χαρίτων ἐνθέων ἔμπλησον, τοὺς πόθῳ σου τὴν μνήμην ἑορτάζοντας.