
ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗΣ
4ος αι. μ.Χ.
Πηγή: Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Τέταρτος Δεκέμβριος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2005.
Την εποχή του τελευταίου και πλέον αδυσώπητου διωγμού κατά των χριστιανών, που έγινε επί Διοκλητιανού (περί το 305), το αίμα κυλούσε ποτάμι και βασίλευε ο τρόμος μέχρι και στις εσχατιές της αυτοκρατορίας. Όπου κι αν βρίσκονταν, όποια κι αν ήταν η κατάστασή τους, οι χριστιανοί έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ της άρνησης της πίστεώς τους και του μαρτυρίου.
ΟΣΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Την εποχή του τελευταίου και πλέον αδυσώπητου διωγμού κατά των χριστιανών, που έγινε επί Διοκλητιανού (περί το 305), το αίμα κυλούσε ποτάμι και βασίλευε ο τρόμος μέχρι και στις εσχατιές της αυτοκρατορίας. Όπου κι αν βρίσκονταν, όποια κι αν ήταν η κατάστασή τους, οι χριστιανοί έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ της άρνησης της πίστεώς τους και του μαρτυρίου. Στην πόλη Σάταλα της Αρμενίας ζούσε ένας λαμπρός αριστοκράτης, ο Ευστράτιος, σκρινιάριος (σύμβουλος) δουκικής τάξεως και επικεφαλής των αυτοκρατορικών νοταρίων (συμβολαιογράφων, γραμματέων) της πόλεως, ο οποίος μέχρι τότε είχε κατορθώσει να κρατήσει κρυφή την πίστη του στον Χριστό. Η ένδοξη άθληση των ομολογητών της πίστεως του είχε κινήσει τον πόθο να αξιωθεί και εκείνος τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου· η προοπτική όμως των βασανιστηρίων τον φόβιζε· θα είχε άραγε το θάρρος ν’ αντέξει ή θα υπαναχωρούσε; Για να μάθει αν η βούληση του Θεού ήταν να προχωρήσει στον δρόμο του μαρτυρίου, εμπιστεύθηκε την ζώνη του, διακριτικό του αξιώματός του, σ’ έναν υπηρέτη προστάζοντάς τον να την αποθέσει στην αγία Τράπεζα του ναού και να δει αν ο πρώτος που θα έμπαινε στο Ιερό Βήμα για να την πάρει θα ήταν ο σεβάσμιος ιερέας Αυξέντιος. Έτσι κι έγινε. Πήρε θάρρος ο Ευστράτιος από αυτό το σημείο και έπαψαν να τον φοβίζουν εκείνοι που μόνο το σώμα μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. 10, 28). Κάλεσε φίλους και συγγενείς να μοιρασθούν μαζί του την χαρά του σ’ ένα μεγάλο δείπνο, κατά την διάρκεια του οποίου τους ανακοίνωσε ότι σύντομα θα λάβαινε έναν θησαυρό άφθαρτο.
Την επαύριο, την ώρα που ο ηγεμόνας Λυσίας επιθεωρούσε τους φυλακισμένους χριστιανούς στο κέντρο της πόλης, παρουσιάσθηκε ξαφνικά ο Ευστράτιος, δήλωσε πως είναι χριστιανός και ζήτησε να τύχει της ίδιας μοίρας όπως οι φυλακισμένοι. Εξεπλάγη ο ηγεμόνας και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διακριτικά του αξιώματος και γυμνό να τον μαστιγώσουν, πριν τον ανακρίνει. Κατόπιν κρέμασαν τον Ευστράτιο με σχοινιά, άναψαν από κάτω φωτιά και τον ξυλοκόπησαν άγρια εκ νέου. Μένοντας απαθής στον πόνο σαν να βασάνιζαν το σώμα κάποιου άλλου, ο Ευστράτιος στράφηκε στον Λυσία και τον ευχαρίστησε για την χαρά που του έδινε, λέγοντας: «Ἔγνωκα νῦν ὅτι ναός εἰμι Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον οἰκεῖ ἐν ἐμοί». Παρά το αλάτι και το όξος που έρριξαν στις πληγές του, το ίδιο εκείνο βράδυ θεραπεύθηκε θαυματουργικώς. Μπροστά στο ακλόνητο φρόνημα του μάρτυρος και στην βοήθεια που του παρείχε η θεία Χάρις, ένας από τους συμπολίτες και υφισταμένους του Ευστράτιου, ο αξιωματούχος Ευγένιος, παρουσιάσθηκε κι αυτός με την σειρά του στον ηγεμόνα, διακήρυξε την πίστη του και ζήτησε να αγωνιστεί με τον Ευστράτιο και τους άλλους ομολογητές.
Χαράματα της επομένης έβγαλαν τους χριστιανούς από την φυλακή για να μεταφερθούν πεζοπορώντας στην Νικόπολη. Από σκληρόκαρδη ειρωνεία κινούμενος ο Λυσίας, θέλοντας να τιμήσει το αξίωμα του Ευστρατίου, έδωσε διαταγή να του φορέσουν υποδήματα, τα οποία στο εσωτερικό τους είχαν αιχμηρά καρφιά. Μετά δύο ημέρες εξαντλητικής πορείας, η φάλαγγα των χριστιανών αιχμαλώτων πέρασε από τα Αράβρακα, την γενέτειρα του αγίου Εὐστρατίου. Ήταν εκεί ένας άνθρωπος ολιγογράμματος αλλά ευκατάστατος, Μαρδάριος ονόματι, που την ημέρα εκείνη έφτιαχνε την σκεπή στο καινούργιο του σπίτι. Είδε τον Ευστράτιο να βαδίζει ακτινοβολώντας ως αστέρας και θαύμασε πως καταφρόνησε την δόξα και τα εγκόσμια χάριν του μαρτυρίου. Η σύζυγός του τον ενθάρρυνε ν’ αγωνιστεί κι εκείνος ώστε να γίνει προστάτης προς Κύριον των μικρών παιδιών του και όλου του γένους του. Φόρεσε χιτώνα και υποδήματα, ασπάσθηκε τα δύο παιδιά του, εμπιστεύθηκε την οικογένειά του στην φροντίδα γενναιόψυχου φίλου και έτρεξε να προφτάσει τους ένδοξους μαθητές του Χριστού και να παραδοθεί στους στρατιώτες.
Πρώτος παρουσιάσθηκε ενώπιον του Λυσία ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Μετά από συνοπτική ακρόαση, τον πήγαν σ’ ένα απομακρυσμένο και πυκνό δάσος και τον αποκεφάλισαν, αφήνοντας το σώμα του βορά στ’ αγρίμια. Με την βοήθεια του Θεού όμως, ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν λίγο αργότερα και πήραν τα τίμια λείψανα και χάρις σε μια κουρούνα ανακάλυψαν την κάρα κρυμμένη στο φύλλωμα ενός δέντρου.
Μετά τον Αυξέντιο, ο ηγεμόνας κάλεσε να παρουσιασθεί ο Μαρδάριος, ο οποίος σε όλες του τις ερωτήσεις απαντούσε λακωνικά: «Χριστιανός εἰμι!» Διέταξε τότε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους, να τον κρεμάσουν ανάποδα και να τον χτυπούν μέχρι θανάτου με πυρωμένες σούβλες. Λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα του, ο Μαρδάριος προσευχήθηκε και είπε: «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, Κύριε Υἱὲ Μονογενές, Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία Θεότης, μία Δύναμις, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ οἷς ἐπίστασαι κρίμασι σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν».
Έφεραν ενώπιον του τυράννου Λυσία, που ήταν όλος μίσος και μανία, τον Ευγένιο. Εξαιτίας της παρρησίας του και της αποφασιστικότητας του έκοψαν την γλώσσα και τα χέρια, συνέτριψαν τα άλλα μέλη του με ρόπαλα, και εν μέσω των βασάνων παρέδωσε ο Ευγένιος την ψυχή του στον Κύριο.
Μετά τις θανατώσεις αυτές, ο Λυσίας πήγε στο στρατόπεδο για να επιθεωρήσει τα γυμνάσια των στρατιωτών. Ήταν εκεί ένας νεαρός οπλίτης, όμορφος και με ωραίο παράστημα, ο Ορέστης, τον οποίο ο Λυσίας είχε επαινέσει στο παρελθόν· την ώρα που έρριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο μικρός χρυσός σταυρός που φορούσε στον λαιμό. Τον ανέκρινε ο ηγεμόνας και ο Ορέστης δίχως δισταγμό ομολόγησε ότι είναι μαθητής του Χριστού. Συνελήφθη επί τόπου και εστάλη με τον Ευστράτιο στον διοικητή της Σεβάστειας Αγρικόλαο, επειδή ο Λυσίας φοβόταν την πιθανή αντίδραση των πολυάριθμων χριστιανών της Νικοπόλεως.
Η πορεία κράτησε πέντε ημέρες και ο Ευστράτιος πληροφορήθηκε τα της θανάτωσης του Αυξεντίου από τον Ορέστη, που ήταν ένας από τους φρουρούς. Όταν έφθασαν στην Σεβάστεια, ο Ευστράτιος προσήχθη ενώπιον του διοικητή, ο οποίος επιθυμούσε να συζητήσει μαζί του. Χάρις στην μεγάλη του μόρφωση, ο Ευστράτιος δεν δυσκολεύθηκε να του καταδείξει την μωρία της λατρείας των ειδώλων και την ματαιότητα της φιλοσοφίας. Κατόπιν σε γλώσσα περιεκτική και γεμάτη αυθεντία, διηγήθηκε όλη την θεία οικονομία, από κτίσεως κόσμου μέχρι την πλήρωση της Χάριτος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Αγρικόλαος κώφευσε σε όλα αυτά τα επιχειρήματα και του υπενθύμισε ότι όφειλε πλήρη υποταγή στα διατάγματα του αυτοκράτορα, και ότι η άρνηση των θεών του κράτους τιμωρείται με θάνατο. Ωστόσο, δεν εκτέλεσε αμέσως την καταδικαστική απόφαση, αλλά για να του δείξει την κόλαση που τον περίμενε, διέταξε να φέρουν τον Ορέστη και να τον βάλουν πάνω σε πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη. Ο νέος στρατιώτης αρχικά δειλίασε προ της φρίκης του μαρτυρίου, τον ενθάρρυνε όμως στον αγώνα του ο Ευστράτιος, και ο Ορέστης έπεσε πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι φωνάζοντας: «Κύριε, στὰς χεῖρας σου παραδίδω τὴν ψυχή μου!»
Ο Ευστράτιος επέστρεψε στην φυλακή του για την τελευταία του νύχτα στον κόσμο αυτό, και τον επισκέφθηκε κρυφίως ο επίσκοπος Σεβαστείας άγιος Βλάσιος [11 Φεβρ.], ο οποίος του υποσχέθηκε να εκτελέσει τις τελευταίες του επιθυμίες και να συγκεντρώσει τα λείψανα των πέντε αθλητών του Χριστού στα Αράβρακα. Μετά μία νύχτα που πέρασε με προσευχή και ουράνιες συνομιλίες, ο επίσκοπος τέλεσε την θεία Λειτουργία. Την στιγμή που κοινωνούσε ο Ευστράτιος των αχράντων Μυστηρίων, έλαμψε η φυλακή ωσάν από αστραπή και ακούσθηκε φωνή που έλεγε: «Εὐστράτιε, καλῶς ἠγωνίσθης. Ἐλθὲ νὰ λάβεις τὸν στέφανον!» Την επομένη, σε μία έσχατη ανάκριση, ο Αγρικόλαος προσπάθησε να συγκινήσει τον άγιο, αλλά ο Ευστράτιος του απάντησε να μην καθυστερήσει πλέον εφ’ όσον θεωρεί βδέλυγμα τους ψευδοθεούς καὶ επικατάρατους όσους τους προσκυνούν. Ο ηγεμόνας διέταξε τότε να θανατωθεί ο άγιος δια πυρός. Ο άγιος έκανε εδαφιαία μετάνοια και ανέπεμψε προς τον Κύριον μια διάπυρο προσευχή για να λάβει το θάρρος που απαιτούσε η ύστατη δοκιμασία. Κατόπιν σηκώθηκε, προχώρησε αποφασιστικά προς την κάμινο που ήδη έκαιγε, έκανε το σημείο του Σταυρού και εισήλθε ψάλλοντας προς τον Κύριο άσμα ευχαριστήριο όπως οι τρεις Παίδες εν τη καμίνῳ (βλ. Δαν. 3).
Επί σειρά αιώνων και μέχρι τις ημέρες μας οι ένδοξοι Πέντε Μάρτυρες δεν έπαυσαν ποτέ να επιτελούν θαύματα προς παρηγορία των χριστιανών, μέσω των λειψάνων, των εικόνων ή και απευθείας με την παρουσία τους. Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι στην νήσο Χίο, κατά την διάρκεια ενός δριμύτατου χειμώνα, μόνο ένας ευλαβής εφημέριος και κανείς άλλος δεν μπόρεσε να φθάσει στο απόμερο εξωκκλήσι της Νέας Μονής που ήταν αφιερωμένο στους αγίους Πέντε Μάρτυρες για την πανήγυρι. Ο εφημέριος αποφάσισε παρ’ όλ’ αυτά να τελέσει την ακολουθία και είδε ξαφνικά να εμφανίζονται πέντε μορφές, όμοιες κι απαράλλαχτες με τις εικόνες των αγίων. Πήραν θέση στο ψαλτήρι και έψαλαν με καθαρή φωνή τους ύμνους της εορτής. Την ώρα που έπρεπε να γίνει η ανάγνωση του Μαρτυρίου τους, ο νεαρός Ορέστης στάθηκε στο αναλόγιο στο κέντρο του ναού και άρχισε να διαβάζει. Όταν όμως έφθασε στην περιγραφή του μαρτυρίου του, αντί να διαβάσει «ἐδειλίασεν» μπροστά στην πυρακτωμένη κλίνη, διάβασε «ἐμειδίασεν». Ο Ευστράτιος τον διέκοψε τότε και του είπε σε αυστηρό τόνο: «Ἀνάγνωσον τὸ γεγραμμένον καθὼς τὸ ἔπαθες!» Ερυθριάζοντας από ντροπή ο Ορέστης διάβασε «ἐδειλίασεν». Μόλις τελείωσε η αγρυπνία, οι άγιοι έκλεισαν τα βιβλία, έσβησαν τα κεριά και έγιναν άφαντοι εξίσου ξαφνικά όπως εμφανίσθηκαν.
Η μνήμη τους τιμάται στις 13 Δεκεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Τὸ πεντάριθμον στίφος τῶν μαρτύρων τιμήσωμεν, ὡς τῆς νήσου προστάτας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας, Εὐστράτιον τὸν μέγαν καὶ σοφόν, Αὐξέντιον, Εὐγένιον ὁμοῦ καὶ Μαρδάριον τὸν θεῖον σὺν τῷ κλεινῷ Ὀρέστῃ ἀνακράζοντες. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

ΟΣΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
751-846 μ.Χ.
Πηγή: Μπελίτσου Γρ. Θεοδ., Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο, Νέα Σμύρνη 2015.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην παρουσία του Οσίου Ευστρατίου, ο οποίος ασφαλώς θα πέρασε και από τη Λήμνο, αλλά κυρίως έζησε στο νησί του Άη Στράτη, το οποίο σε αυτόν οφείλει την επωνυμία του.
ΟΣΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην παρουσία του Οσίου Ευστρατίου, ο οποίος ασφαλώς θα πέρασε και από τη Λήμνο, αλλά κυρίως έζησε στο νησί του Άη Στράτη, το οποίο σε αυτόν οφείλει την επωνυμία του.
Σύμφωνα με παλαιό χειρόγραφο βιβλιαράκι, το οποίο σωζόταν στον παλαιό Ναό των Πέντε Μαρτύρων όταν ο περιηγητής C. Fredrich πέρασε από τον Άη Στράτη το 1904, ο Όσιος ήρθε εξόριστος στο μικρό νησί κατά την περίοδο της εικονομαχίας, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820). Βρήκε το νησί σχεδόν έρημο, αφού ζούσε εκεί μόνο ένας βοσκός με το γιο του και τα κατσίκια τους. Έζησε για πολλά έτη ως ασκητής διαμένοντας σε ένα σπήλαιο στη θέση «Νεράκι», το οποίο μέχρι σήμερα αποκαλείται από τους ντόπιους «τ' Αη-Στρατιού». Στο σπήλαιο υπάρχει το εικονοστάσι που πελέκησε ο Άγιος στο βράχο καθώς και ο κρίκος στον οποίο κρεμούσε το καντήλι του. Σήμερα η είσοδος στο σπήλαιο είναι αδύνατη, διότι κατά το σεισμό του 1968 ένα τμήμα της εισόδου του κατακρημνίσθηκε.
Μετά το θάνατο του Λέοντα Ε΄ ο Όσιος επανήλθε στη μονή που μόναζε αρχικά, στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Η διαμονή του στο νησί είχε ως αποτέλεσμα να ονομαστεί «Νήσος Αγ. Ευστρατίου», όνομα που διατήρησε όταν αργότερα κατοικήθηκε και διατηρεί μέχρι τις ημέρες μας. Έχει προταθεί και η λιγότερο πιθανή εκδοχή, η ονομασία να προήλθε από το Μάρτυρα Ευστράτιο, έναν από τους Πέντε Μάρτυρες στους οποίους είναι αφιερωμένος ο Ναός του νησιού.
Η μνήμη του τιμάται στις 9 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν Ὀλύμπῳ Βιθυνίας τῇ ἀσκήσει διέλαμψας, καί εἰρηνικῶς Θεορρῆμον, πρὸς Θεὸν ἐξεδήμησας· τὰ βέλη τὰ πεπυρωμένα τῶν Εἰκονομάχων ἐναπέσβεσας, καὶ προστάτης ἀνεδείχθης, τῆς ὁμωνύμου Νήσου, Θαυματουργὲ Εὐστράτιε. Χαίροις τῆς ἐγκρατείας ὁ ἑσμός· χαίροις κρουνὸς ἰάσεων· χαίροις ὁ ἁγιάσας τὸ Λαδὰ τῇ ἐμφανίσει Σου.