
ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΗΣ
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους
Από τα πολλά κειμήλια τα οποία φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους, το σημαντικότερο είναι η θαυματουργή, εφέστια εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης.
Το πρώτο ιστορικά θαύμα σχετίζεται με την επιλογή τοποθεσίας για την ανοικοδόμηση της Μονής. Σύμφωνα με την παράδοση οι κτίτορες άρχισαν να κτίζουν το μοναστήρι σε ένα ύψωμα, 500 μέτρα βορειότερα. Για τρία, όμως, συνεχή βράδια, η εικόνα της Γεροντίσσης και τα εργαλεία των κτιστών εξαφανίζονταν, για να βρεθούν το πρωί στην σημερινή θέση της Μονής. Κατόπιν τούτου, οι κτίτορες άλλαξαν τα σχέδιά τους και ανοικοδόμησαν την Μονή όπου η Θεοτόκος είχε υποδείξει. Την προσωνυμία «Γερόντισσα» έλαβε η εικόνα από το παρακάτω θαύμα που συνέβη στην αρχή της ιστορίας της Μονής, όταν η εικόνα ήταν τοποθετημένη πίσω από την Αγία Τράπεζα. Ένας ενάρετος και προχωρημένης ηλικίας Καθηγούμενος, γνωρίζοντας εκ Θεού ότι πλησιάζει το τέλος του, παρεκάλεσε τον εφημέριο ιερομόναχο να επισπεύσει την τέλεση της Θ. Λειτουργίας ώστε να προλάβει να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων.
ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΗΣ
Από τα πολλά κειμήλια τα οποία φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους, το σημαντικότερο είναι η θαυματουργή, εφέστια εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης. Με τις σχετικά μεγάλες της διαστάσεις δεσπόζει στο βόρειο μαρμάρινο προσκυνητάρι του Καθολικού της Μονής. Πρόκειται για την μοναδική φορητή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου που την εικονίζει ολόσωμη σε στάση δέησης και πάμπολλα είναι τα θαύματα που συνδέονται με αυτήν.
Το πρώτο ιστορικά θαύμα σχετίζεται με την επιλογή τοποθεσίας για την ανοικοδόμηση της Μονής. Σύμφωνα με την παράδοση οι κτίτορες άρχισαν να κτίζουν το μοναστήρι σε ένα ύψωμα, 500 μέτρα βορειότερα. Για τρία, όμως, συνεχή βράδια, η εικόνα της Γεροντίσσης και τα εργαλεία των κτιστών εξαφανίζονταν, για να βρεθούν το πρωί στην σημερινή θέση της Μονής. Κατόπιν τούτου, οι κτίτορες άλλαξαν τα σχέδιά τους και ανοικοδόμησαν την Μονή όπου η Θεοτόκος είχε υποδείξει. Την προσωνυμία «Γερόντισσα» έλαβε η εικόνα από το παρακάτω θαύμα που συνέβη στην αρχή της ιστορίας της Μονής, όταν η εικόνα ήταν τοποθετημένη πίσω από την Αγία Τράπεζα. Ένας ενάρετος και προχωρημένης ηλικίας Καθηγούμενος, γνωρίζοντας εκ Θεού ότι πλησιάζει το τέλος του, παρεκάλεσε τον εφημέριο ιερομόναχο να επισπεύσει την τέλεση της Θ. Λειτουργίας ώστε να προλάβει να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Ο εφημέριος, όμως, παρακούοντας συνέχισε να τελεί την ακολουθία αργά· ξαφνικά μια απειλητική φωνή ακούστηκε από την εικόνα της Θεοτόκου διατάσσοντάς τον να βιαστεί για να προλάβει να κοινωνήσει τον Γέροντά του. Από αυτήν την ιδιαίτερη φροντίδα της Παναγίας για τον Γέροντα, έλαβε η εικόνα την προσωνυμία «Γερόντισσα» και μεταφέρθηκε από τους πατέρες στην σημερινή της θέση. Κατά την διάρκεια των πειρατικών επιδρομών στο Αιγαίο, ένα πλοίο Σαρακηνών προσάραξε στον αρσανά της Μονής. Οι πειρατές εξουδετερώνοντας την αντίσταση των πατέρων τους κατέσφαξαν και λεηλάτησαν το μοναστήρι απογυμνώνοντάς το από πολλά κειμήλια. Ο αρχηγός τους, σύμφωνα με την παράδοση, θέλησε να κατατεμαχίσει την Γερόντισσα και να χρησιμοποιήσει τα τμήματα του ξύλου ως δαδιά για το τσιμπούκι του. Καθώς σήκωσε το τσεκούρι του εναντίον της εικόνας, φωτιά πετάχτηκε από αυτήν και τον τύφλωσε. Το γεγονός εξόργισε τόσο τον πειρατή που έριξε με την βοήθεια των συντρόφων του την εικόνα σε ένα πηγάδι –το οποίο βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στον αρσανά και τον κήπο της Μονής– και όλοι μαζί εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος.
Μετά την παρέλευση 80 χρόνων, όταν ο πειρατής έπνεε τα λοίσθια, κατενόησε την αφροσύνη του και την βέβηλη πράξη του προς την εικόνα. Όρκισε, λοιπόν, τον γιο του να επιστρέψει στο μοναστήρι του Παντοκράτορος και να υποδείξει στους μοναχούς το μέρος όπου ο ίδιος είχε ρίξει την Γερόντισσα. Όντως ο γιος του ταξίδεψε στο Άγιον Όρος, και έδειξε στους πατέρες τον τόπο του πηγαδιού, σε μέρος εγκαταλελειμένο από καιρό. Οι πατέρες με την προσήκουσα ευλάβεια άνοιξαν το πηγάδι και αντίκρυσαν την εικόνα να στέκεται επάνω στο νερό, ενώ ένα ακοίμητο καντήλι έκαιγε εμπρός της. Με δάκρυα χαράς και ευχαριστήριους ύμνους λιτάνευσαν την Γερόντισσα από τον αρσανά στο Καθολικό και την επανατοποθέτησαν στο προσκυνητάρι της. Η αργυρή επένδυση της εικόνας, η οποία κατασκευάστηκε στην Μόσχα το 1847, αποτελεί δωρεά Κωνσταντινοπολίτισσας αρχόντισσας, από την οποία η ίδια η Παναγία ζήτησε την επένδυση εμφανιζόμενη σε ενύπνιό της. Το μεταγενέστερο αργυρό πιθάρι τοποθετήθηκε στα πόδια της εικόνας σε ανάμνηση του παρακάτω θαύματος: Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τον 17ο αιώνα, μεγάλη πείνα μάστιζε την Μονή. Ο τότε Γέροντας, παρά τις παρακλήσεις των πατέρων, δεν τους επέτρεπε να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και να αναζητήσουν αλλού τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Τουναντίον τους προέτρεπε να παραμείνουν στα κελιά τους και να εντείνουν τις προσευχές τους προς την Γερόντισσα. Και πράγματι το ίδιο βράδυ η Παναγία η Γερόντισσα θαυματούργησε ξανά. Ένα πιθάρι του λαδαριού -το οποίο σώζεται έως τις ημέρες μας- άρχισε να αναβλύζει λάδι μέχρι που γέμισε όλα τα άδεια πιθάρια του μοναστηριού. Έκτοτε το λάδι δεν έχει λείψει από το μοναστήρι προσδίδοντας στην Γερόντισσα και την προσωνυμία Ελαιοβρύτισσα.
Στις 2 Δεκεμβρίου εορτάζεται η Σύναξη της Παναγίας της Γεροντίσσης, η δεύτερη πανήγυρη της Μονής Παντοκράτορος. Το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου του 1948 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά στην ανατολική πτέρυγα της Μονής, η οποία απειλούσε να αποτεφρώσει ολόκληρο το κτιριακό της συγκρότημα. Οι πατέρες, αφού εξάντλησαν εις μάτην κάθε ανθρώπινο μέσο για την κατάσβεσή της, κατέφυγαν στην μοναδική σκέπη και ελπίδα τους, την Παναγία την Γερόντισσα. Προσευχήθηκαν με πίστη και λιτάνευσαν ένα μικρό της αντίγραφο στην αυλή της Μονής, με το οποίο σταύρωσαν την φλεγόμενη πτέρυγα. Και -ω του θαύματος!- η μεγάλη πυρκαγιά έσβησε το ξημέρωμα της 2ας Δεκεμβρίου, αποτεφρώνοντας μόνο ένα τμήμα της Μονής, το οποίο με την χάρη της Θεοτόκου αναστηλώθηκε το 1961. Σε ανάμνηση αυτής της θαυματουργικής παρέμβασης της Παναγίας καθιερώθηκε να πανηγυρίζεται η Σύναξη της Παναγίας της Γεροντίσσης και Πυροσώτειρας κάθε χρόνο την ημέρα αυτή.
Κάθε προσκυνητής που ευλαβικά ασπάζεται την Γερόντισσα γεμίζει με βαθιά αγαλλίαση καθώς αντιλαμβάνεται το έλεός της να ξεχύνεται από αυτήν την γλυκύτατη στη θέα εικόνα. Η Γερόντισσα θαυματουργεί σχεδόν καθημερινά: χαρίζει τέκνα σε στείρες γυναίκες, θεραπεύει πολλές ασθένειες, καθοδηγεί και αναπαύει όλα τα τέκνα της που εναποθέτουν στα πόδια της τα προβλήματά τους με πίστη, σταυρώνονται με λάδι από το καντήλι της και πίνουν αγίασμα από το πηγάδι της.
Από την παράδοση της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Μήτηρ φιλεύσπλαγχνος, Χριστοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, Γερόντισσα πέφηνας, ἐν συμπαθείᾳ πολλῇ, ἡμῶν Ἀειπάρθενε. Ὅθεν ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς θερμῆς σου πρεσβείας, σπεύδοντες καθ’ ἑκάστην, εὐλαβῶς σοι βοῶμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Υποσημείωση Γραμματείας Ι. Μ. Λήμνου & Αγ. Ευστρατίου
Στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίας Τριάδος Μυρίνης αποθησαυρίζεται ακριβές αντίγραφο της θαυματουργού Ιεράς Εικόνος της Παναγίας της Γεροντίσσης, το οποίο μεταφέρθηκε στο νησί το Σάββατο 8 Ιουλίου 2023 με την συνοδεία Πατέρων από την Πατριαρχική Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, με την ευγενική φροντίδα και χορηγία του κ. Στυλιανού Αργυράκη. Η υποδοχή της Ιεράς Εικόνος πραγματοποιήθηκε πανδήμως και με τις αρμόζουσες τιμές στον παλαιό λιμένα της Μύρινας, παρουσία του Γέροντος Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ, Ιεράρχου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, του Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσοστόμου και του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Ιεροθέου του Γ΄, του Ιερού Κλήρου και των Αρχών της νήσου.
Η Σύναξη της Ιεράς Εικόνος εορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου εκάστου έτους στον προαναφερθέντα Ιερό Ναό.

ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΗΣ ΡΕΪΖΝΤΕΡΙΑΝΗΣ
Πηγή: Ιστορικόν της Εικόνος Παναγίας Ελεούσης Ρεϊζντεριανής, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, Ιεράπετρα 2010.
Είναι νύκτα του 980. Στο Άγιον Όρος, πλησίον της σκήτης των Καρυών, υπάρχει ένα βαθύ ρέμα, όπου βρίσκονται Κελιά μοναχών. Ο Γέρων ενός Κελιού, τιμώμενου στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μεταβαίνει την αγρυπνία της Κυριακής στον ιερό ναό του Πρωτάτου. Στο Κελί μένει ο υποτακτικός του.
ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΗΣ ΡΕΪΖΝΤΕΡΙΑΝΗΣ
Η εικόνα του Άξιον Εστίν
Είναι νύκτα του 980. Στο Άγιον Όρος, πλησίον της σκήτης των Καρυών, υπάρχει ένα βαθύ ρέμα, όπου βρίσκονται Κελιά μοναχών. Ο Γέρων ενός Κελιού, τιμώμενου στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μεταβαίνει την αγρυπνία της Κυριακής στον ιερό ναό του Πρωτάτου. Στο Κελί μένει ο υποτακτικός του.
Την ώρα του Όρθρου τον επισκέφθηκε ένας άγνωστος μοναχός. Όταν η ακολουθία είχε φθάσει στην Θ΄ ωδή, ο ξένος μοναχός άρχισε να ψάλλει το «Ἄξιόν Ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Τούτος ο ύμνος έκαμε εντύπωση στο μοναχό του κελιού και παρεκάλεσε τον ξένο να του τον γράψει, για να τον μάθει να τον ψάλλει και εκείνος στη Θεοτόκο. Στο κελί όμως δεν βρέθηκε ούτε μελάνι ούτε χαρτί. Ο ξένος ζήτησε μια πλάκα. Την έφερε πρόθυμα ο άλλος μοναχός και τότε ο άγνωστος έγραψε με το δάκτυλό του τον ύμνο επάνω στην πλάκα και τα γράμματα χαράκτηκαν στη σκληρή πλάκα σαν να γραφόταν επάνω σε πηλό. Μετά είπε στο μοναχό του κελιού, στο εξής να ψάλλουν τούτο τον ύμνο και εκείνοι στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Αφού είπε αυτά έγινε άφαντος, διότι ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ σταλμένος από το Θεό, για να αποκαλύψει τούτο τον Αγγελικό ύμνο.
Όταν επέστρεψε από την αγρυπνία ο γέροντας, άκουσε τον υποτακτικό του να ψάλλει τούτον τον καινούργιο ύμνο και εν συνεχεία τον άκουσε να του διηγείται το παράδοξο γεγονός δείχνοντας την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Και οι δυο πήραν αμέσως την πλάκα και πήγαν στο Πρωτάτο, όπου διηγήθηκαν τα γεγονότα. Και η μεν πλάκα εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, στον Πατριάρχη, ο Αγγελικός δε ύμνος διαδόθηκε στην οικουμένη και ψάλλεται προς την Θεομήτορα από όλους τους ορθοδόξους.
Η εικόνα του κελιού, που εικονίζει την Παναγία να κρατά το Χριστό και δυο αγγέλους δεξιά και αριστερά, μπροστά στην οποία έγινε τούτο το θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρες του Αγίου Όρους στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου και εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η εικόνα έλαβε την ονομασία «Άξιόν εστιν», ο δε τόπος του γενομένου θαύματος «Λάκκος του Άδειν».
Ως ημέρα εορτασμού τούτου του θαύματος έχει ορισθεί η 11η Ιουνίου.
Μία εικόνα θαυματουργός, πανομοιότυπος εκείνης του Αγίου Όρους, της ιδίας τεχνοτροπίας και μάλλον της ιδίας εποχής έχει έλθει στην Ιεράπετρα από τους Ρεϊζντεριανούς.
Τούτης της Εικόνας η ιστορία ακολουθεί.
Βρισκόμαστε στην εποχή του Μεγάλου ξεσηκωμού. Στους χρόνους της Επαναστάσεως του 1821. Η Ελλάδα σείεται κυριολεκτικά. Φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι ραγιάδες των τετρακοσίων χρόνων όρθωσαν το ανάστημά τους και ζητούσαν επίμονα λευτεριά. Σε κάθε γωνιά της πολύπαθης γης βροντά το κανόνι και το καριοφύλι.
Η Χίος δεν μένει αμέτοχη. Έχει έλθει από τη Σάμο ο Λυκούργος ο Λογοθέτης και έχει ξεσηκώσει το νησί. Ακολουθεί η Επανάσταση και η καταστροφή της Χίου.
Απέναντι ακριβώς από τη Χίο είναι το φέουδο του Ελιέζογλου, όπου βρισκόταν το Ρεΐζντερε και πιο πάνω στη χερσόνησο Καραμπουρνού το φέουδο του Μποσταντζόγλου. Οι ορδές του Ελιέζογλου και του Μποσταντζόγλου, που ήταν ονομαστές για την αγριότητα και τα βάρβαρα ένστικτά τους, έτρεξαν να συνδράμουν στο έργο της καταστροφής. Συμπαρέσυραν βιαίως και αρκετούς χριστιανούς της περιοχής. Τους χρησιμοποίησαν σαν βαστάζους. Σακκουλιέρηδες τους έλεγαν. Έσφαξαν, ερήμωσαν τα μοναστήρια της Χίου, που ήταν ξακουστά για την ομορφιά και τον πλούτο τους. Άρπαξαν ιερά σκεύη, άμφια, κορίτσια και πέρασαν στις απέναντι παραλίες.
Δύο Ρεϊζντεριανοί, που είχαν παρασυρθεί από τους Τούρκους, το όνομα του ενός ήταν Καζανάκης, αφού ξέφυγαν, προσπαθούσαν να φύγουν, για να επιστρέψουν στον τόπο τους. Κρυβόταν όμως, γιατί φοβούνταν. Ήταν τόσο φρικτά όσα είδαν! Αλλά ξαφνικά βλέπουν ότι ένας Τούρκος τους είχε αντιληφθεί και ερχόταν προς το μέρος τους.
Με μεγάλη κατάπληξη όμως δεν είδαν τον βάρβαρο εκδικητή στο πρόσωπο του Τούρκου. Με πρόσωπο ήρεμο τους πρότεινε μια εικόνα, λέγοντάς τους: «Πάρετε αυτή τη Μεριέμ». Ήταν μια εικόνα της Παναγίας. Δεν τόλμησαν όμως οι χριστιανοί να απλώσουν το χέρι τους. Φοβήθηκαν μήπως ο Τούρκος ήθελε να τους δοκιμάσει και χρησιμοποιούσε την εικόνα σαν δόλωμα.
Μπροστά σ' αυτό το δισταγμό ο Τούρκος τους διηγήθηκε την εξής ιστορία: «Προσπάθησα με ένα τσεκούρι να κομματιάσω την εικόνα για να βάλω τα σανίδια στη φωτιά. Το τσεκούρι έπεσε πολλές φορές πάνω στην εικόνα, αλλά η εικόνα δεν έπαθε τίποτε. Κοίταξα καλά την εικόνα και είδα τη Μεριέμ να μου χαμογελά. Κατάλαβα ότι η πίστη σας είναι μεγάλη και ότι η εικόνα αυτή δεν πρέπει να καταστραφεί. Πάρετε την εικόνα να την βάλετε στην εκκλησία σας».
Σταυροκοπήθηκαν οι δύο Ρεϊζντεριανοί, ασπάσθηκαν την εικόνα, την έκρυψαν σ’ ένα σακί, που βρέθηκε κοντά τους και παρεκάλεσαν την Παναγία να τους σώσει. Ξαφνικά ένιωσαν δυνατοί. Ο φόβος λες και χάθηκε. Κατηφόρισαν στην παραλία για να βρουν τρόπο να φύγουν. Οι Τούρκοι τους είδαν και τους πυροβόλησαν, αλλά όλες οι σφαίρες αστόχησαν. Βρήκαν μία βάρκα και ανοίχτηκαν.
Στο Ρεΐζντερε
Έφθασαν στα δικά τους γνώριμα μέρη. Εκεί υπήρχε σχετική ηρεμία. Ησύχασαν. Ξεκίνησαν για το Ρεΐζντερε. Λίγο πριν φθάσουν συνάντησαν την εκκλησία του αγίου Νικολάου. Εκεί άφησαν την εικόνα της Παναγίας.
Το γεγονός έγινε γνωστό στο χωριό. Όλοι έτρεξαν να αποθέσουν την ευλάβειά τους στα πόδια της Μεγάλης φιλοξενούμενης. Γρήγορα έγινε η παρηγοριά των δυστυχισμένων, ο γιατρός των ασθενών και η σκέπη των κατατρεγμένων.
Η ευλάβεια των Ρεϊζντεριανών και η απέραντη αγάπη για την Παναγία τους έδωσαν ένα ωραιότατο μοναστήρι. Η υπάρχουσα εκκλησία απέκτησε και δεύτερο κλίτος, για να στέγασει την Παναγία. Έγινε διμάρτυρη. Κτίστηκαν κελιά και πολλές κοπέλες του Ρεΐζντερε και μάλιστα από τις καλύτερες οικογένειες, έγιναν καλόγριες.
Τον καιρό της καταστροφής το μοναστήρι είχε 25 περίπου καλόγριες, που τις διέκρινε η ευλάβεια, η προσήλωση στη θρησκεία, αλλά και η εργατικότητα. Ήταν οι καλές Σαμαρείτιδες, αλλά και οι άριστες νοικοκυρές. Τα εργόχειρά τους, είτε αέρινες δαντέλες ήταν, είτε χονδρά μάλλινα κιλίμια, ήταν γνωστά σε όλη την περιοχή, για την απαράμιλλη τέχνη τους.
Ο γιατρός και τα φάρμακα για τους Ρεϊζντεριανούς ήταν η Ελεούσα. Κάθε μεγάλη ανάγκη τους εύρισκε γονατισμένους μπροστά στην εικόνα Της να ζητούν βάλσαμο για τον πόνο τους και δύναμη για τις συμφορές τους. Οι πονόψυχες καλόγριες μαζί με τα λόγια της αγάπης και της παρηγοριάς έφερναν στο προσκέφαλο κάθε αρρώστου, που οι ελπίδες για τη σωτηρία του κόντευαν να σβήσουν, την εικόνα της Ελεούσας. Η απέραντη βαθιά πίστη στη δύναμή Της, έδωσε υγεία σε πολλούς.
Η φήμη της θαυματουργής εικόνας πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα όρια του Ρεΐζντερε. Έγινε γνωστή σε ολόκληρη την Ερυθραία και πιο πέρα ακόμα με το όνομα «Παναγία η Ελεούσα» η «Ρεϊζντεριανή». Από παντού έτρεχαν να ζητήσουν το έλεος Της και την προστασία Της. Τα αφιερώματα, ως ένδειξη της λατρείας και ο φόρος της ευγνωμοσύνης, είχαν κατακλύσει το μοναστήρι.
Χιλιάδες πιστών συνέρρεαν κάθε χρόνο στις 11 Ιουνίου, ημέρα εορτής, για να τιμήσουν την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και να ζητήσουν βοήθεια και προστασία. Χωλοί, τυφλοί, δαιμονιζόμενοι, ασθενείς από όλη την περιοχή μαζεύονταν την ημέρα εκείνη ζητώντας βάλσαμο για τον πόνο τους. Και η Πολυεύσπλαχνη Μητέρα θεράπευε πολλούς.
Πολλά θαύματα αναφέρονται στη χάρη Της. Πρώτα απ’ όλα η θεραπεία πλήθους ασθενών, που υπέφεραν από βαριές και ανίατες αρρώστιες. Κάποια γυναίκα άρρωστη, που είχε ακούσει για τα θαύματα της Ελεούσας, παρεκάλεσε την Παναγία να γίνει καλά και να προσφέρει αφιέρωμα τα βραχιόλια της. Πράγματι έγινε καλά. Η μεγάλη απόσταση όμως του τόπου της από το Ρεΐζντερε και η δυσκολία μετακίνησης την εποχή εκείνη την εμπόδισαν να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της. Δεν έπαυσε όμως να σκέπτεται την υποχρέωσή της. Με μεγάλη κατάπληξη όμως είδε κάποια μέρα ότι τα βραχιόλια της έλειπαν. Υπέθεσε ότι της τα έκλεψαν. Απεφάσισε όμως να πάει στο μοναστήρι και να αναπληρώσει με χρήματα την αξία των αφιερωθέντων.
Όταν έφθασε ανέφερε το γεγονός στην ηγουμένη και εκείνη την οδήγησε μπροστά στην Εικόνα να δει δύο βραχιόλια, που κατά μυστηριώδη τρόπο είχαν βρεθεί πριν από μερικές μέρες μαζί με τα άλλα αφιερώματα. Με έκπληξη είδε ότι ήταν τα δικά της. Η Παναγία είχε εκπληρώσει την επιθυμία της πιστής γυναίκας.
Όταν πάλι ήθελαν να σκεπάσουν την Εικόνα με ασήμι, ήρθε ο τεχνίτης Νικόλαος Χρυσοχόος από το Τσεσμέ, τώρα κάτοικος Ν. Καλλιπόλεως (ο ίδιος ανέφερε το γεγονός) και παρέλαβε την Εικόνα να την μεταφέρει στο εργαστήρι του. Στον δρόμο παρατήρησε ότι η Εικόνα ήταν ανάποδα, δηλαδή κοίταζε προς τα πίσω. Πήρε στα χέρια του σωστά την Εικόνα και συνέχισε το δρόμο του. Αλλά μετά από λίγο είδε με μεγάλη του έκπληξη ότι η Εικόνα ήταν και πάλι στραμμένη προς τα πίσω. Έτσι η Παναγία φανέρωνε την επιθυμία Της να μην απομακρυνθεί από τον τόπο Της, τη Μονή του Ρεΐζντερε.
Στους διωγμούς
Δική τους αισθανόταν οι Ρεϊζντεριανοί την Παναγία και όταν μιλούσαν για Εκείνη έλεγαν η Παναγία μας. Την είχαν αγαπήσει τόσο πολύ. Την ένοιωθαν τόσο αναπόσπαστα δεμένη μαζί τους, που και αργότερα, όταν ήρθαν τα μαύρα χρόνια της συμφοράς και του ξεριζωμού η Εικόνα δεν έφυγε από κοντά τους. Ακολούθησε κι Εκείνη το δρόμο της ξενιτειάς.
Στον πρώτο διωγμό του 1914, η σχετική άνεση στο ξεσήκωμα έδωσε τη δυνατότητα με την πρέπουσα ευλάβεια να μεταφερθούν τόσο η εικόνα της Ελεούσας, όσο και οι εικόνες του τέμπλου του αγίου Δημητρίου στη Χίο.
Η εικόνα της Ελεούσας φιλοξενήθηκε στην εκκλησία του λοβοκομείου. Αν και σκορπισμένοι οι Ρεϊζντεριανοί δεν έπαυσαν ποτέ να στέλνουν θερμές τις παρακλήσεις τους στην Παναγία για μία γρήγορη επάνοδο.
Όταν η χαρμόσυνη είδηση της επιστροφής (παλιννόστηση) έφθασε, πρώτο και ουσιωδέστερο μέλημα ήταν η μεταφορά της Ελεούσας. Ο ιερεύς του Ρεΐζντερε Σταμάτιος Συγγρός παρέλαβε την Εικόνα από το λοβοκομείο και την τοποθέτησε στη βρατσέρα, που θα τους μετέφερε την άλλη ημέρα στον τόπο τους. Φοβερή όμως τρικυμία τη νύκτα τους έκανε να σκέπτονται αν έπρεπε να ξεκινήσουν το πρωί, όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά μόλις ξημέρωσε η θάλασσα γαλήνεψε. Η Παναγία και πάλι είχε κάμει το θαύμα της. Ταξίδεψαν περίφημα.
Πάγωσαν όμως οι ψυχές τους, όταν αντίκρυσαν ερείπιο το Ρεΐζντερε. Στις εκκλησίες μόνο οι γυμνοί τοίχοι είχαν μείνει. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Η Παναγία δεν είχε στέγη. Έμεινε στο σπίτι του ιερέως Συγγρού.
Ο μεγαλοπρεπής άγιος Δημήτριος δέχτηκε την πρώτη Κυριακή τους χριστιανούς γυμνός και ερειπωμένος. Οι εικόνες του τέμπλου δεν είχαν επιστρέψει ακόμα. Μοναδική εικόνα η Ελεούσα. Και εκεί που άλλοτε άστραφταν τα ασημένια πολυκάνδηλα, τώρα το τρεμάμενο φως ενός φαναριού φώτιζε πρόσωπα χλωμά, τσακισμένα από τον πόνο, σε μια έκσταση ψυχικής ανάτασης.
Αλλά η πίστη των Ρεϊζντεριανών έκαμε όμορφες σαν πρώτα τις εκκλησίες τους. Το Μοναστήρι ζωντάνεψε πάλι. Οι καλόγριες μαζεύτηκαν. Η Ελεούσα βρήκε τη θέση της. Όλοι μπήκαν στο σωστό δρόμο τους.
Ήρθε όμως ο δεύτερος διωγμός, η μεγάλη συμφορά, το οριστικό ξερίζωμα. Ήρθε η καταστροφή, φοβερός σίφουνας, να καταποντίσει τα πάντα. Μέσα σ' αυτή τη δίνη του ολέθρου οι Ρεΐζντεριανοί δεν λησμόνησαν την Παναγία τους.
Είναι βαθιά ριζωμένη σ' εμάς τους Έλληνες η πίστη. Αυτή ακριβώς η προσήλωση στα ιδανικά, η αφοσίωση στην πίστη και στην πατρίδα, μας έχει σώσει πολλές φορές και εκεί οφείλομε την ύπαρξή μας ως Έθνος.
Έχαναν τα πάντα οι Ρεϊζντεριανοί. Έφευγαν διωγμένοι, κυνηγημένοι από τη φωτιά και το μαχαίρι, κουρελήδες και ξυπόλητοι, χωρίς πνοή. Δεν έσωσαν τίποτε. Και τη ζωή τους έχασαν πολλοί. Δεν εγκατέλειψαν όμως την Παναγία τους. Δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους ό,τι ιερώτερο είχαν να βεβηλωθεί από τα χέρια των απίστων. Η Ελεούσα ήταν πάνω από τη ζωή τους. Έπρεπε να σωθεί. Και την έσωσαν.
Το φοβερό εκείνο βράδυ της καταστροφής, όταν οι περισσότεροι Ρεϊζντεριανοί είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Ρηγάκη και στον άγιο Δημήτριο, κατέφθασαν εκεί δυο τρομαγμένες καλόγριες. Είχαν φέρει από το Μοναστήρι την εικόνα της Ελεούσας, κρυμμένη κάτω από μία πετσέτα. Όλοι κινητοποιήθηκαν, σταυροκοπήθηκαν και ζήτησαν την προστασία Της. Την έκρυψαν όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ακολούθησε η νύχτα των βασάνων και των σπαραγμών. Το πρωί οι φλόγες είχαν ζώσει το Ρεΐζντερε. Η απόγνωση είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Όρμησαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μία γυναίκα η Ευρυδίκη του Ρηγάκη τρέχει με την Εικόνα στην αγκαλιά. Μαζί της η Μαρία του Πολιτάκη. Εγκαταλείπουν το Ρεΐζντερε. Βρίσκονται στα τελευταία του σπίτια.
Οι Τούρκοι τις έχουν αντιληφθεί και τις κυνηγούν. Τι να κάμουν; Αν οι αλλόθρησκοι δουν την Εικόνα στα χέρια τους, η εκδίκησή τους θα είναι σκληρή και η Εικόνα θα καταστραφεί. Παίρνουν αστραπιαία την απόφαση να την κρύψουν. Δίπλα τους είναι ο φούρνος του σπιτιού του Μπαρούμα. Σε δευτερόλεπτα η Εικόνα τοποθετείται στο φούρνο και κρύβεται με μερικές πέτρες.
Σε λίγο το έξαλλο πλήθος πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Άλλους έσφαξαν, άλλους μάζεψαν και οδήγησαν στα Αλάτσατα, άλλοι πνίγηκαν. Μερικοί ξέφυγαν. Κρύφτηκαν στις παραλίες, γιατί από τη θάλασσα περίμεναν τη σωτηρία.
Η θάλασσα είχε σχηματίσει στους βράχους της παραλίας σπηλιές. Σ’ αυτές τις τρύπες βουτηγμένοι ως τα γόνατα μέσα στο νερό περνούσαν την ημέρα τους. Τη νύχτα έβγαιναν μουσκεμένοι ως το κόκκαλο και κοιμούνταν στα αμπέλια.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν ξεφύγει και έμεναν στην παραλία, ήταν κι ο Μπαρούμας, στο φούρνο του οποίου είχε κρυφτεί η Εικόνα. Το πρώτο βράδυ μετά τη φοβερή έξοδο ο Μπαρούμας, χωρίς βέβαια να ξέρει ότι η εικόνα της Ελεούσας ήταν στο φούρνο του, βλέπει στον ύπνο του την Παναγία να του λέει ότι η εικόνα Της είναι στο φούρνο του και να πάει να την πάρει. Πώς όμως να τολμήσει να βγει από τον κρυψώνα του και πως να πάρει τον δρόμο της επιστροφής; Το Ρεΐζντερε είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο θάνατος για όποιον θα επέστρεφε ήταν βέβαιος. Δεν τόλμησε. Άλλα το όνειρο επαναλήφθηκε και το δεύτερο και το τρίτο βράδυ. Το τρίτο βράδυ μάλιστα τον διαβεβαίωσε η Παναγία ότι θα τον προφυλάξει και να μην φοβάται.
Το τέταρτο πήρε την απόφαση. Μόλις νύχτωσε ξεκίνησε. Περπάτησε από τη θάλασσα μέχρι το Ρεΐζντερε χωρίς να συναντήσει ψυχή. Μέσα βούιζε το Ρεΐζντερε. Άλογα χλιμίντριζαν, άνθρωποι φώναζαν, σκύλοι γαύγιζαν. Ήταν οι Τούρκοι των γειτονικών χωριών, που σαν όρνια είχαν πέσει στα «καλά» των χριστιανών. Τις προίκες των Ρεϊζντιεριανών, στίβες ολόκληρες υφαντά και κεντητά, τις χάρηκαν οι Τουρκάλες. Πήρε ο Μπαρούμας την Εικόνα κι έφυγε. Κανείς δεν βρέθηκε στον δρόμο του.
Ξημερώματα έφθασε στην παραλία. Όπως έβγαινε ο ήλιος οι ακτίνες του έπεφταν στο ασήμι της Εικόνας. Οι κρυμμένοι είδαν τη λάμψη από μακριά και τρόμαξαν. Νόμισαν ότι η λάμψη αυτή προερχόταν από τις λόγχες των Τούρκων. Κρύφτηκαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Αφού πέρασε όμως αρκετή ώρα και τίποτε δεν είχε συμβεί, ξεθάρρεψαν και σήκωσαν τα κεφάλια τους να δουν. Από μακριά ερχόταν ο Μπαρούμας με την Εικόνα στην αγκαλιά. Ο Μπαρούμας μετά την Καταστροφή, μόνασε στο Άγιον Όρος, όπου και πέθανε.
Βάλσαμο χύθηκε στις ψυχές τους. Ένιωσαν σιγουριά. Η είδηση γρήγορα απλώθηκε. Μαζεύτηκαν αρκετοί. Με πέτρες έκτισαν μία πρόχειρη στέγη για την Εικόνα. Ένας έτρεξε στο εξωκκλήσι του αγίου Γεωργίου και έφερε καντήλι και λάδι. Παρεκάλεσαν από τα βάθη της ψυχής τους την Παναγία να τους φέρει τη σωτηρία.
Τέσσερις μέρες έμεινε η Εικόνα στη Πούντα (η ονομασία της τοποθεσίας). Οκτώ μέρες είχαν περάσει από τότε που κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια ζούσαν σε τούτα τα μέρη. Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς ρούχο να σκεπαστούν. Το μάτι τους καρφωμένο στο πέλαγος δεν έβλεπε τη σωτηρία να φθάνει.
Η πείνα όμως τους θέριζε. Μακριά είδαν ζώα και μερικοί πήραν την απόφαση να πάνε για να φέρουν κάτι να φάνε. Βρήκαν μια αγελάδα, αλλά προδόθηκαν στους Τούρκους. Την άλλη ήμερα έφθασαν ασκέρι ολόκληρο με γυμνά τα σπαθιά και σάρωσαν κυριολεκτικά την περιοχή. Πάνω από πεντακόσια άτομα μάζεψαν. Τους πήραν κι έφυγαν για τ’ Αλάτσατα.
Ελάχιστοι, μετρημένοι τους ξέφυγαν. Μέσα σ' αυτούς ο Νικόλαος Γιομελάκης με τη γυναίκα του Κυριακούλα και μια άλλη γυναίκα. Είχαν τρυπώσει στα τρίσβαθα μιας σπηλιάς και δεν τους είδαν.
Όταν η θύελλα κόπασε ο Γιομελάκης βγήκε για να βρει λίγο νερό. Η γυναίκα του ήταν έγκυος. Βρήκε νερό και επέστρεφε. Πιο πέρα σ’ ένα αμπέλι ήταν ένα σπιτάκι. Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε ποια σκέψη τον έφερε σ’ αυτό το σπίτι. Το βρήκε άδειο. Μόνο λίγα άχυρα σε μια γωνιά. Ξαφνικά είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στ’ άχυρα. Τα παραμέρισε και είδε τη σεπτή μορφή της Θεοτόκου.
Ήταν η εικόνα της Ελεούσας. Πως βρέθηκε εκεί είναι άγνωστο. Ασφαλώς κάποιος, όταν είδε τους Τούρκους, επειδή ή θέση της Εικόνας εκεί που την είχαν τοποθετήσει πρόχειρα ήταν επισφαλής, διότι θα την έβλεπαν οι Τούρκοι, την πήρε και την έκρυψε μέσα στ' άχυρα.
Ο Γιομελάκης με την Εικόνα στα χέρια κατέβηκε στη θάλασσα. Έκαμε το σημείο του σταυρού, βούτηξε τρεις φορές την Εικόνα στη θάλασσα και παρεκάλεσε. «Παναγία μου κάμε το θαύμα σου. Στείλε ένα καράβι να σωθούμε εμείς, να σωθείς και Εσύ».
Άφησε την Εικόνα κάπου, μάζεψε λίγα ξερόκλαδα και άναψε φωτιά, να δει τον καπνό καμιά βάρκα να ‘ρθει να τους πάρει.
Εκείνη την ώρα ή Δέσποινα Θεοδώρου, που είχε ξεφύγει από τους Τούρκους, και επέστρεφε στην παραλία, ήρθε κοντά στο Γιομελάκη. Όπως κατέβαινε στη θάλασσα είδε σε μία συκιά σύκα και ανέβηκε να τα κόψει. Ήταν πεθαμένη της πείνας. Από κει πάνω λοιπόν είδε στο βάθος της θάλασσας ένα μικρό σημαδάκι. Το είπε στο Γιομελάκη. Έβαλαν κι άλλα ξύλα στη φωτιά να δουν τον καπνό από το καΐκι, αν και κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Το σημαδάκι μεγάλωσε. Ήταν πανί καϊκιού. Αλλά πάλι χάθηκε. Κατάλαβαν. Το καΐκι είχε αντιληφθεί τον καπνό και ερχόταν προς το μέρος τους. Αλλά για να μη δώσει στόχο στους Τούρκους, βλέποντάς το από μακριά, είχε κατεβάσει το πανί.
Σε λίγο πραγματικά φάνηκε ένα καΐκι. Η λαχτάρα κορυφώθηκε. Η σωτηρία τους έφθανε. Ήταν ένα μεγάλο καΐκι Γνουσιώτικο (από τις Οινούσες). Ευτυχώς βρέθηκαν τούτοι οι ψαράδες και οι καπεταναίοι, που με κίνδυνο της ζωής τους, χωρίς καμιά οικονομική ωφέλεια, τριγύριζαν με τις βάρκες και τα καΐκια τους και μάζευαν από τις παραλίες όσους είχαν σωθεί.
Μάζεψε και τούτο όσους βρήκε στη Πούντα. Η πρώτη θέση στο καΐκι ήταν της Ελεούσας, διότι σ’ Εκείνη απέδωσαν τη σωτηρία τους. Πέρασε μετά από το Μονόπετρο και το Κερμεγάλεσι. Όσοι το είδαν σώθηκαν.
Τους έφερε στη Χίο. Εκεί ο Γιομελάκης φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Νικολή του Ζαφειράκη. Εξαιρετικής θρησκευτικότητος η οικογένεια του Ζαφειράκη είχε μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού της σε εικονοστάσι. Εκεί τοποθέτησαν την εικόνα της Ελεούσας. Το καντήλι ήταν ακοίμητο τους έξι μήνες, που έμεινε η εικόνα στη Χίο.
Τότε έγινε πρόταση από τους Ρεϊζντεριανούς, αλλά και από Χιώτες, να μεταφερθεί η Εικόνα από το σπίτι του Ζαφειράκη στην εκκλησία του Κάστρου της Χίου. Ο Γιομελάκης συμβουλεύτηκε εξέχοντες Ρεϊζντεριανούς, που βρίσκονταν στη Χίο και πήραν την απόφαση να μη δοθεί η Εικόνα, αλλά να κρατηθεί από τον Γιομελάκη ιερό κειμήλιο των Ρεϊζντεριανών, για να αποτελέσει κόσμημα της Εκκλησίας ενός νέου Ρεΐζντερε, που θα δημιουργούσαν στη νέα πατρίδα.
Η οικογένεια Γιομελάκη μετά εξάμηνη παραμονή στη Χίο ήρθε στη Λήμνο. Και εδώ, παρά τις στερήσεις και την ανέχεια, ποτέ δεν έσβησε το καντήλι της Ελεούσας και ένα δωμάτιο ήταν αποκλειστικά δικό Της.
Αλλά οι ομορφιές της Κρήτης έγιναν σαγήνη για πολλούς ξεριζωμένους. Ένας απ’ αυτούς, που τράβηξαν οι ξεχωριστές ομορφιές της Κρήτης, ο Γιομελάκης. Άφηνε μετά ένα χρόνο τη Λήμνο και ξεκινούσε για την Κρήτη.
Το πλοίο, που τους μετέφερε, πλεύρισε στο Άγιον Όρος. Έμαθαν οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ότι μια θαυματουργή εικόνα μεταφέρεται με το πλοίο και ζήτησαν να τη δουν. Αντιλήφθηκαν την αξία της Εικόνας και ζήτησαν να την αγοράσουν. Διέθεταν μάλιστα και ένα αξιοσέβαστο ποσό χρυσών λιρών, που θα δελέαζε και ευκατάστατο και οικονομικά ανεξάρτητο άνθρωπο. Δεν δελέασε όμως τους φτωχούς και πεινασμένους Ρεϊζντεριανούς, γιατί πάνω από τις ανάγκες της ζωής είχαν την πίστη.
Η Εικόνα ήταν ιερό κειμήλιο του τόπου τους, ήταν η θύμηση της Πατρίδας, πώς να την πουλούσαν; Δεν δέχτηκε ο Γιομελάκης την πρόταση, αν και οι καλόγεροι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να τον πείσουν. Ζήτησαν μάλιστα και τη συνδρομή του καπετάνιου, ο οποίος προσπάθησε να μεταπείσει τον Γιομελάκη. Αλλά όλων οι ενέργειες απέβησαν άκαρπες. «Δεν πουλώ την Εικόνα» είπε ο Γιομελάκης «διότι δεν είναι δική μου, είναι του Ρεΐζντερε».
Έτσι συνέχισε το ταξίδι Της, για να φθάσει στην Ιεράπετρα, όπου έμελλε να βρει την οριστική Της θέση.
Στην αρχή παρέμεινε στο σπίτι του Γιομελάκη. Οι Ρεϊζντεριανοί ένιωσαν σίγουροι κάτω από τη σκέπη Της. Έτρεχαν και πάλι σ’ Εκείνη, για να ζητήσουν την παρηγοριά και την προστασία Της.
Αλλά γρήγορα έγινε η μητέρα όλων. Δεν γονάτιζαν μόνο οι Ρεϊζντεριανοί μπροστά στη σεπτή Της εικόνα, για να αναπέμψουν θερμή την παράκληση και τις ευχαριστίες τους. Είχε γίνει και για τους ντόπιους η παρηγοριά. Κι εκείνοι έτρεχαν να κρυφτούν στην αγκαλιά Της. Έγινε η προστάτης και το καταφύγιο όλων.
Το σπίτι του Γιομελάκη κάθε μέρα κατέκλυζαν οι προσκυνητές για να τιμήσουν, να δοξάσουν, και να ευχαριστήσουν τη δότρια των αγαθών, Εκείνη που απομάκρυνε κινδύνους, που θεράπευε ασθένειες, που έδιδε τη χαρά και την ηρεμία. Είχε μετατραπεί σε Εκκλησία.
Τότε, κατόπιν συννενοήσεως της οικογένειας Γιομελάκη και του μακαριστού Επισκόπου Ιεράς και Σητείας Φιλόθεου Μαζοκοπάκη, αποφασίσθηκε η μεταφορά της Εικόνας στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην αρχή τοποθετήθηκε στο Ιερό της Εκκλησίας και αργότερα στο προσκυνητάρι.
Τιμήθηκε με θέρμη και πάθος. Αγαπήθηκε από όλους τους κατοίκους της Ιεράπετρας. Όλοι όσοι Την παρακάλεσαν δέχτηκαν πλούσια τη χάρη Της. Πολλά θαύματα έκανε. Αναφέρω τη μαρτυρία αξιόπιστου προσώπου, του μακαριστού σήμερα νεωκόρου Γιάννη Σφακιανάκη, ο οποίος επί σειρά ετών πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του εγγυάται την αξιοπιστία των λεγομένων.
Ανέφερε, λοιπόν ότι, όταν εκαλείτο να μεταφέρει την Εικόνα σε σπίτι αρρώστου, διότι παλιά επικρατούσε αυτή η συνήθεια, εάν μεν ο άρρωστος επρόκειτο να γίνει καλά η Εικόνα ήταν πολύ ελαφρά. Αν ο άρρωστος δεν θα γινόταν καλά, η Εικόνα γινόταν βαριά σαν μολύβι. Αυτό είχε παρατηρηθεί και στο Ρεΐζντερε και όταν η Εικόνα ήταν στο σπίτι του Γιομελάκη.
Επίσης ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, είχε πάει στην εκκλησία για κάποια εργασία. Όταν όμως έφευγε άκουσε ένα θόρυβο, σαν κάτι να έπεσε και έσπασε. Γύρισε, κοίταξε επισταμένα, αλλά δεν είδε τίποτε. Επιχείρησε να φύγει, αλλά και πάλι άκουσε τον ίδιο θόρυβο. Επαναλήφθηκε και για τρίτη φορά, οπότε είδε ότι το κανδήλι της Ελεούσας ήταν σβηστό. Το άναψε και έφυγε. Αυτή τη φορά δεν άκουσε τίποτε.
Η θερμή προσήλωση και η απεραντοσύνη της πίστεως των Ιεραπετριτών προς την Ελεούσα πήρε σάρκα και οστά. Αποφασίσθηκε η ανοικοδόμηση ναού, που θα στέγαζε την Εικόνα.
Έτσι το έτος 1963 η Μαρία χήρα Δημητρίου Γιαννικάκη και η κόρη της Ελένη Βογιατζή δώρισαν για το σκοπό αυτό οικόπεδο εκτάσεως πάνω από ένα στρέμμα. Ο γιατρός Γεώργιος Μαυροφόρος και η Ελπινίκη σύζυγος Πέτρου Καπνιστού πρόσφεραν μικρότερα τμήματα και έτσι ολόκληρη η διαθέσιμη έκταση πέρασε το ενάμισυ στρέμμα.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1967 εκδόθηκε από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κυρό Φιλόθεο Βουζουνεράκη η άδεια ανεγέρσεως και παραχωρήθηκε αρχιτεκτονικό σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ο μηχανικός Εμμανουήλ Αγιαννιωτάκης μεγένθυνε το σχέδιο, συμπλήρωσε το στατικό υπολογισμό και ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών δωρεάν.
Η θεμελίωση έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου 1968. Με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου συγκροτήθηκε ερανική επιτροπή με σκοπό την εξεύρεση χρημάτων. Οι φιλότιμες προσπάθειες της επιτροπής, της οποίας πρόεδρος ήταν ο μακαριστός ακάματος και ευσεβέστατος ιερέας Εμμανουήλ Σπυριδάκης, αλλά και η προθυμία όλων να προσφέρουν για την Ελεούσα, απέδωσαν το αξιοσέβαστο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Η Εκκλησία ετοιμάστηκε και υψώθηκε μεγαλοπρεπέστατη για να στεγάσει τη θαυματουργό Εικόνα.
Έτσι η εικόνα της Ελεούσας, ύστερα από διωγμούς και περιπλανήσεις βρίσκει τη θέση της στην αγκαλιά των Ιεραπετριτών, που άνοιξε διάπλατα και τη δέχτηκε.
Με τη χάρη του Κυρίου και τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Ναός Της ολοκληρώθηκε και τα ιερά εγκαίνια τελέσθησαν από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κυρό Φιλόθεο Βουζουνεράκη στις 30 Σεπτεμβρίου του έτους 1973.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, για να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες λειτουργικές ανάγκες της νέας Ενορίας, προστέθηκαν στον ήδη υπάρχοντα Ναό δυο επιπλέον κλίτη, αφιερωμένα το κεντρικό στην Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και το βόρειο στους Αγίους Θεοστέπτους Βασιλείς και Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πιστοὶ πάντες ᾄσωμεν ὕμνον ἐπάξιον νῦν, ἁγνῇ τῇ θεόπαιδι καὶ Θεομήτορι, ἐν πόθῳ κραυγάζοντες· Χαῖρε ὦ Ἐλεοῦσα, ἡ ἀντίληψις πάντων, χαῖρε ἐκ Ρεΐς Ντερέ· ἡ εἰκών σου ἐλθοῦσα, ἰάτρευσον πάντας τοὺς πίστει προστρέχοντας.
Υποσημείωση Γραμματείας Ι. Μ. Λήμνου & Αγ. Ευστρατίου
Αντίγραφο της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας της Ελεούσης αποθησαυρίζεται στη Λήμνο, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ομωνύμου Κοινότητος, προερχόμενο εκ του Ιερού Ναού Παναγίας της Ελεούσης Ιεράπετρας Κρήτης.
Η Σύναξη της Ιεράς Εικόνος εορτάζεται στις 11 Ιουνίου εκάστου έτους στον προαναφερθέντα Ιερό Ναό.

ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΚΑΒΙΩΤΙΣΣΗΣ
Πηγή: Λήμνος-Ιστορική και Πολιτιστική Κληρονομιά Β΄ Τόμος, Επιμέλεια Έκδοσης Γιώργος Κωνσταντέλλης, Αθήνα 2010.
Φωτογραφία: Αρχείο κ. Στεφάνου Λάζου
Τον 14ο αιώνα σημειώνεται στον λόφο Κάκαβος το παλαιό μονύδριο Θεοτόκος Κακαβιώτισσα, το οποίο λειτουργούσε από παλαιότερα και το 1305 έγινε μετόχι της Μεγίστης Λαύρας, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ φυγάδες καλόγεροι από τον ερημωμένο Αϊ-Στράτη, αφού πήραν την άδεια από τις εκκλησιαστικές Αρχές της Λήμνου.
ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΚΑΒΙΩΤΙΣΣΗΣ
Τον 14ο αιώνα σημειώνεται στον λόφο Κάκαβος το παλαιό μονύδριο Θεοτόκος Κακαβιώτισσα, το οποίο λειτουργούσε από παλαιότερα και το 1305 έγινε μετόχι της Μεγίστης Λαύρας, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ φυγάδες καλόγεροι από τον ερημωμένο Αϊ-Στράτη, αφού πήραν την άδεια από τις εκκλησιαστικές Αρχές της Λήμνου.
Πρόκειται για τον σωζόμενο μέχρι σήμερα σπηλαιώδη Ναό της Παναγίας Κακαβιώτισσας. Εορτάζει τη Λαμπροτρίτη, και δεκάδες προσκυνητές ανεβαίνουν πεζοπορώντας τα τρία χιλιόμετρα που απέχει από τον δημόσιο δρόμο. Σύμφωνα με παλιά παράδοση, την εικόνα του ναού φυλάει η οικογένεια Μουμτζή που είχε μάντρα στην περιοχή. Την παρέλαβε από τον τελευταίο καλόγερο της μονής που τους την εμπιστεύθηκε, όταν αναχώρησε πριν από δύο αιώνες περίπου. Το 1355 αναφέρεται και οικισμός Κάκαβος με παροίκους της Μεγίστης Λαύρας. Τον λόφο «Kakavo» σημειώνει στον χάρτη του και ο Choiseul-Gouffier (1785).
Σε άλλο μοναστηριακό έγγραφο, του 1323, αναφέρεται ο κοντινός οικισμός του Ζυματά ή Ζευγματά ως ιδιοκτησία της Μονής Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Ερείπια σπιτιών και μιας εκκλησίας υπήρχαν ακόμα στην περιοχή το 1858 που πέρασε ο Conze, τα οποία οι κάτοικοι αποκαλούσαν Παλαιοζυματά. Το τοπωνύμιο Ζεματά ή Ζυματά επιβιώνει ως σήμερα. Πιο γνωστή είναι η αμμουδερή παραλία του, που ανήκει διοικητικά στον Κοντιά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν θείαν σου Εἰκόνα ὡς πηγὴν ἁγιάσματος, ἔχουσα ἡ νῆσος τῆς Λήμνου, φυλακτήριον μέγιστον, ἐν πίστει καταφεύγει πρὸς αὐτήν, πληθὺς ἐν τῇ Μυρίνῃ εὐλαβῶς, καρπουμένη τὰς πλουσίας σου, δωρεάς, Παρθένε Κακαβιώτισσα· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ σῇ χρηστότητι, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Υποσημείωση Γραμματείας Ι. Μ. Λήμνου & Αγ. Ευστρατίου
Η Σύναξη της Ιεράς Εικόνος εορτάζεται την Τρίτη της Διακαινησίμου εκάστου έτους.
Ο Εσπερινός της εορτής τελείται στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μυρίνης, ενώ ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία τελούνται στον σπηλαιώδη Ναό της Παναγίας της Κακαβιωτίσσης, ο οποίος βρίσκεται στο όρος «Κάκαβος».

ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΡΟΥΣΣΑΣ
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Λήμνου και Αγ. Ευστρατίου
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της επικαλουμένης «Ρούσσα», η οποία φυλάσσεται στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μυρίνης, φιλοτεχνήθηκε στη Ρωσία στα μέσα του 18ου αιώνα. Είναι αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας του Καζάν, στην οποία καταφεύγει μετά πίστεως ο Ρωσικός λαός και αποτελεί το ιερότερο κειμήλιο της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ίσως στην προέλευσή της οφείλεται και το όνομά της, με παραφθορά της λέξεως ρώσικη-ρουσσική-Ρούσσα.
Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι η ιερή εικόνα παρέμεινε στο νησί της Λήμνου κατά την ζοφερή περίοδο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου το 1774, όταν ο Ρωσικός στόλος ελλιμενίστηκε στο νησί με επικεφαλής τον Ρώσο πλοίαρχο Αλεξέι Ορλώφ, την οποία ο ίδιος είχε σε δεσπόζουσα θέση στο πλοίο του, αναμένοντας να περάσει τα στενά των Δαρδανελίων, όταν στρατοπέδευσε με τους ναύτες του στη Μύρινα, στην περιοχή της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λόγω αυτού του γεγονότος πήρε το όνομα Τσας, το οποίο στα ρωσικά σημαίνει παρατηρητήριο.
ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΡΟΥΣΣΑΣ
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της επικαλουμένης «Ρούσσα», η οποία φυλάσσεται στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μυρίνης, φιλοτεχνήθηκε στη Ρωσία στα μέσα του 18ου αιώνα. Είναι αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας του Καζάν, στην οποία καταφεύγει μετά πίστεως ο Ρωσικός λαός και αποτελεί το ιερότερο κειμήλιο της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ίσως στην προέλευσή της οφείλεται και το όνομά της, με παραφθορά της λέξεως ρώσικη-ρουσσική-Ρούσσα.
Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι η ιερή εικόνα παρέμεινε στο νησί της Λήμνου κατά την ζοφερή περίοδο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου το 1774, όταν ο Ρωσικός στόλος ελλιμενίστηκε στο νησί με επικεφαλής τον Ρώσο πλοίαρχο Αλεξέι Ορλώφ, την οποία ο ίδιος είχε σε δεσπόζουσα θέση στο πλοίο του, αναμένοντας να περάσει τα στενά των Δαρδανελίων, όταν στρατοπέδευσε με τους ναύτες του στη Μύρινα, στην περιοχή της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λόγω αυτού του γεγονότος πήρε το όνομα Τσας, το οποίο στα ρωσικά σημαίνει παρατηρητήριο.
Ο σκληρά χειμαζόμενος από την Οθωμανική τυραννία Λημνιακός, λαός, με την έλευση του ομόδοξου Ρωσικού στρατεύματος στην σκλαβωμένη από αιώνων Λήμνο, ήλπισε στην πολυπόθητη ελευθερία και υποδέχθηκε στο νησί το ρωσικό εκστρατευτικό σώμα με αγαλλίαση και ενθουσιασμό. Δυστυχώς όμως οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν, όταν ο Τσάρος συνθηκολόγησε με τον Σουλτάνο και ο Ρωσικός στόλος αποσύρθηκε από το νησί, αφήνοντας τον ελληνικό πληθυσμό στην ανελέητη μανία του Οθωμανού κατακτητή, πληρώνοντας με το αίμα του τον πόθο του για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία.
Οι πρόκριτοι του νησιού απαγχονίστηκαν, με πρώτα θύματα τον Μητροπολίτη Λήμνου Ιωακείμ και τον Πρωθιερέα του Μητροπολιτικού Ναού Ιερομόναχο Κοσμά, αμέσως μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η μανία των Τούρκων ήταν φρικαλέα και μόνη παρηγοριά των κατοίκων του νησιού, υπήρξε η πίστη τους στο Θεό και η προσφυγή τους στο εικόνισμα της Παναγίας, το οποίο η Θεία Πρόνοια άφησε στο νησί για να στηρίζει τον ευσεβή λαό μέχρι και σήμερα σε κάθε δύσκολη περίσταση.
Πολλά είναι και τα αναθήματα, τα οποία ευλαβώς αφιέρωσαν κατά καιρούς οι πιστοί, ως αντίδωρον ευγνωμοσύνης στις πολλές ευεργεσίες Της, αλλά ακόμη πολυτιμότερα όλων αυτών είναι ο σεβασμός τους με την καθημερινή προσέλευσή τους στη Χάρη Της, αναγνωρίζοντας με αψευδή τρόπο τα μεγαλεία Της και την θαυμαστή ευεργεσία Της στη ζωή των πιστών της νήσου μας.
Η εορτή της Παναγίας της Ρούσσας τιμάται πανηγυρικώς κατ΄ έτος την 15η του μηνός Αυγούστου με πάνδημη λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος στον παλαιό λιμένα της νήσου και η σύναξή Της, τη 26η Δεκεμβρίου στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μυρίνης, όπου φυλάσσεται πανευλαβώς σε περίτεχνο μαρμαρόγλυπτο προσκυνητάριο, το οποίο κατασκευάστηκε το 2022 για να αναβιώνει την ιστορική μνήμη.